Ανάγκασαν εκατομμύρια ανθρώπους να εμβολιαστούν με μη ασφαλή σκευάσματα

Τα εμβόλια κατά της Covid-19 που έχουν βασιστεί σε αδενοϊούς ενδεχομένως σχετίζονται με αυξημένη συχνότητα εμφράγματος μυοκαρδίου, εγκεφαλικού επεισοδίου και πνευμονικής εμβολής στα άτομα κάτω των 75 ετών όπως αναφέρει μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine και συντάχθηκε από τον Jérémie Botton του Εθνικού Οργανισμού για την Ασφάλεια των Φαρμάκων της Γαλλίας.

Αφού λοιπόν αναγκάστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι να εμβολιαστούν τώρα προκύπτουν μελέτες στις οποίες καταδεικνύεται ότι τα εμβόλια κατά της Covid-19 δεν ήταν ασφαλή.

Κάτι αναμενόμενο καθώς επρόκειτο για πειραματικά σκευάσματα.

Ο συγκεκριμένος μελέτησε τον μεσοπρόθεσμο κίνδυνο ανεπιθύμητου καρδιαγγειακού συμβάντος (εκτός της μυοκαρδίτιδας και της περικαρδίτιδας) μετά τον εμβολιασμό για τη λοίμωξη Covid-19. Στο δείγμα συμπεριελήφθησαν 46,5 εκατομμύρια άτομα κάτω των 75 ετών.

Όπως αναφέρεται, η σχετική συχνότητα κάθε καρδιαγγειακού επεισοδίου υπολογίστηκε στις τρεις εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό.

Οι ερευνητές ισχυρίζονται πως ούτε το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, ούτε εκείνο της Moderna σχετίζονταν με ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα, την ώρα που και αυτά τα εμβόλια έχουν δεχθεί πυρά επιστημόνων.

Όπως αναφέρει η μελέτη το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και η πνευμονική εμβολή παρατηρήθηκαν κατά τη δεύτερη εβδομάδα μετά τον εμβολιασμό  με το εμβόλιο της AstraZeneca (σχετική συχνότητα: 1,29 και 1,141 αντίστοιχα).

Επίσης παρατηρήθηκε σχέση μεταξύ εμφράγματος τη δεύτερη εβδομάδα μετά τον εμβολιασμό με το εμβόλιο της Janssen (σχετική συχνότητα: 1,75).

«Αν και τα ευρήματά μας για το μεσοπρόθεσμο καρδιαγγειακό προφίλ ασφαλείας των mRNA εμβολίων είναι σε γενικές γραμμές καθησυχαστικά, υπάρχουν στοιχεία για τον συσχετισμό της πνευμονικής εμβολής και του οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου με τα εμβόλια που έχουν βασιστεί σε αδενοϊούς, όπως αυτό της AstraZeneca και του εμφράγματος με αυτό της Janssen, που θα πρέπει να επιβεβαιωθούν και σε μεγαλύτερες κλινικές μελέτες», διατείνονται οι συγγραφείς της μελέτης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *