«Στις 28 Αυγούστου 1948, μια ζεστή αποπνιχτική μέρα, γύρω στις δωδεκάμισι, μερικές χωριάτισσες ζαλωμένες ξύλα κατέβαιναν ένα απόκρημνο μονοπάτι πάνω από το χωριό Λια, έναν οικισμό με σταχτιά λιθόχτιστα σπίτια σε μια βουνοπλαγιά κάτω ακριβώς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όπως οι γυναίκες αντίκρισαν το χωριό στα πόδια τους, απάντησαν μια φριχτή συνοδεία.
Μπροστά και πίσω, κρατώντας τουφέκια, ήσαν κάμποσοι από τους κομμουνιστές αντάρτες, που κατείχαν το χωριό τους τελευταίους εννιά μήνες —ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Φρουρούσαν δεκατρείς δεσμώτες, που βάδιζαν για εκτέλεση ξυπόλυτοι, τα πόδια τους μαύρα και πρησμένα από το φάλαγγα. Κάποιος, ανήμπορος από το ξύλο να βαδίσει ή έστω ν’ ανακαθίσει, ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα μουλάρι.
Ανάμεσα στους κατάδικους ήσαν και πέντε χωριανοί του Λια: Τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Η πιο ηλικιωμένη σκουντούφλαγε με το χαμένο βλέμμα της τρέλας.
Ήταν η θεία μου Αλέξω Γκατζογιάννη, πενήντα έξι χρονών. Η νεότερη, με καστανωπά μαλλιά, γαλανά μάτια και ξεσκισμένο λουλακί φουστάνι, έπιασε το βλέμμα από τις συγχωριανές της και κούνησε το κεφάλι της. Ήταν η μάνα μου, Ελένη Γκατζογιάννη, σαράντα ενός χρονών…».

Το 1948 η Ελένη Γκατζογιάννη, κάτοικος του ορεινού χωριού Λια της Μουργκάνας στην Ηπειρο, που ελέγχεται από τους αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού», αρνείται να παραδώσει τα παιδιά της στις τοπικές αρχές, δηλαδή το ΚΚΕ που σκοπεύει να στρατολογήσει τα μεγαλύτερα και να μετακινήσει στις φιλικές προς αυτό χώρες τα μικρότερα.
Πρόκειται για το λεγόμενο «παιδομάζωμα», μια κίνηση που σκοπό είχε να ενισχύσει τις ισχνές εφεδρείες του κόμματος και του στρατού του, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον έλεγχό του πάνω στους εναπομείναντες αγροτικούς πληθυσμούς που ζούσαν υπό τον έλεγχό του.
Αντιδρώντας, η Ελένη συμμετέχει με επιτυχία στη φυγάδευση των παιδιών της προς την περιοχή που ελέγχεται από το κράτος, μαζί με άλλα παιδιά και κάποιους μεγάλους, συνολικά είκοσι άνθρωποι, όλοι τους άμαχοι. Για την πράξη της αυτή συλλαμβάνεται, βασανίζεται, «δικάζεται» δημόσια και εκτελείται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, μαζί με άλλους τέσσερις συγχωριανούς της.

Ο Μάνος Χατζιδάκις, ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού “Τέταρτο” δημοσίευσε μια συνομιλία που είχε με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Νίκο Γκατζογιάννη την εποχή που είχε εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα το βιβλίο του “Ελένη”.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις: Θέλω να σας κάνω μια πρώτη ερώτηση που αφορά βέβαια το βιβλίο σας την Ελένη και που αυτό δημιούργησε όλο αυτό το πρόβλημα, καλόν ως επί το πλείστον και κακόν ως προς τον τόπο μας. Ή Ελένη για σας είναι ένας σταθμός στη σταδιοδρομία σας σαν δημοσιογράφος – συγγραφέας ή μια ολοκλήρωση σας σαν άνθρωπος μέσα στην υπόσχεση που δώσατε κάποτε στον εαυτό σας να ανακαλύψετε, να φωτίσετε, να αποκαλύψετε τον τραγικό θάνατο της μητέρας σας;

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Το βιβλίο Ελένη είναι ένας συνδυασμός από μια υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, όταν ήμουν πολύ μικρός, να βρω έναν τρόπο να ξεπληρώσω ότι έδωσε ή μάνα μου σε μένα. Αποφάσισα για πρώτη φορά πως πρέπει να γράψω αυτό το βιβλίο όταν ήμουν δεκατριών χρονών και έγραψα ένα άρθρο για τη μητέρα μου και για τα γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό μου όταν ήμουν ακόμη στο γυμνάσιο. Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον αυτό γιατί στην Ελλάδα όλοι – μερικοί δηλαδή – είπαν: «Μα γιατί έγραψε τώρα αυτό το βιβλίο;» υπονοώντας ότι μπορεί να υπάρχει κάποια πολιτική σκοπιμότητα στη συγγραφή του και απ’ την άλλη μεριά διερωτήθηκαν: «Τώρα τη θυμήθηκε τη μάνα του;». Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία μου σαν δημοσιογράφος και σαν συγγραφέας, θα δει ότι δούλευα αυτό το βιβλίο επί 35 χρόνια. Όπως είπα ήδη, το πρώτο πράγμα πού έγραψα και δημοσίευσα στην αγγλική γλώσσα ήταν αυτό το άρθρο με το ίδιο θέμα όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου. Το πρώτο βιβλίο πού έγραψα το 1977 λεγόταν Portrait of Greece και ήταν μια γενική περιγραφή της χώρας, σ’ αυτό υπήρχε ένα κεφάλαιο που είναι στην πραγματικότητα μια περίληψη της Ελένης. Το πρώτο άρθρο που δημοσίευσα σε μεγάλο περιοδικό, στο New York Times Magazine, περιέγραφε τα παθήματα της οικογένειάς μου κατά τον εμφύλιο και μιλούσε για τη μητέρα μου. Αυτή ήταν και η αιτία πού ζήτησα να έλθω στην Ελλάδα σαν ανταποκριτής των New York Times. Ήταν η αιτία πού αναλάμβανα δημοσιογραφικές έρευνες ώστε να αναπτύξω τις ικανότητες που θα μου χρειάζονταν για να ερευνήσω τα περιστατικά του θανάτου της μητέρας μου. Πάνω σ’ αυτό διαμορφώθηκε η ζωή μου – δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν έζησα παράλληλα μια κανονική ζωή – παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, είχα τις αδελφές μου και την οικογένειά μου, είχα και τον πατέρα μου που έχασα πρόσφατα. Εννοώ ότι η δημιουργική μου ζωή διαμορφώθηκε απ’ αυτό τον στόχο όταν ανακάλυψα ότι ή ψυχή μου σημαδεύτηκε απ’ ότι μου συνέβη σε ηλικία 13 ετών και όταν βρήκα ένα όργανο με το όποιο να ξεπληρώσω το χρέος μου σε κάποιο μέτρο, γιατί με κανένα τρόπο δεν μπορείς να αναπληρώσεις τα κενά της ζωής. Αυτός ήταν λοιπόν ο πρώτος μου στόχος: ν’ αφηγηθώ την ιστορία της μάνας μου. Υπήρχαν δύο στόχοι ακόμα. Το ξέρετε πώς είμαστε όλοι αιχμάλωτοι της παιδικής μας ηλικίας. Ο δεύτερος στόχος μου ήταν να κλείσω μέσα σ’ ένα βιβλίο, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα, τη ζωή ενός ελληνικού χωριού. Αυτό δεν σχολιάστηκε καθόλου στην Ελλάδα, αλλά σε άλλες χώρες οι κριτικοί το παρατήρησαν . Ένας απ’ αυτούς ανέφερε στο New York Times Year’s Books ότι υπάρχει στην Ελένη αρκετό υλικό για πέντε διατριβές στην κοινωνιολογία. Έτσι, δεν μάζεψα μόνο ό,τι μπορούσα σχετικό με τη μητέρα μου, αλλά συγκέντρωσα πάρα πολλά στοιχεία για τη ζωή σ’ ένα ελληνικό χωριό και μίλησα για τη ζωή αυτή μ’ έναν τρόπο, καθώς ελπίζω, δραματικό και ενδιαφέροντα ώστε το βιβλίο να επιζήσει και ο κόσμος να έχει κάποια απολαβή διαβάζοντάς το. Το γεγονός ότι κυκλοφόρησε τώρα το βιβλίο οφείλεται στο ότι τώρα μόνον στάθηκα ικανός να εξαντλήσω τα όρια της έρευνας πού απαιτούσε. Δοκίμασα να γράψω και στα είκοσι και στα τριάντα μου, αλλά δεν ήμουν τότε καθόλου έτοιμος και δεν είχα πρόσβαση σε όλους τους μάρτυρες. Όταν γύρισα στην Ελλάδα το 1977 σαν ανταποκριτής, άρχισα να το δουλεύω, αλλά εν τέλει ήταν το έργο της ζωής μου. Ελπίζω να φτιάξω κι άλλα σημαντικά βιβλία, αλλά αυτό θα είναι πάντα το βιβλίο για το οποίο έγινα συγγραφέας.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις: Από το γεγονός ότι είπατε μια φορά προηγουμένως – πριν αρχίσουμε την κύρια συνέντευξη – ότι είστε ένας άνθρωπος που σας ενδιαφέρει πρώτα απ’ όλα η οικογένεια, είστε δηλαδή πάρα πολύ συνδεδεμένος με την έννοια οικογένεια και με την ευρύτερη έννοια ακόμα, αυτό, νομίζω, εξηγεί πάρα πολύ την εμμονή σας στο να ανιχνεύσετε το παρελθόν και να μπορέσετε βέβαια να το καταγράψετε με τόση επιτυχία.

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Μα ακριβώς η αιτία… αλλά πρέπει να σας πω και τούτο: όσο κι αν αγαπώ τη μάνα μου, όσο δεμένος κι αν είμαι με το χωριό που γεννήθηκα, τουλάχιστον στη μνήμη μου, δεν διανοήθηκα ποτέ πως το βιβλίο αυτό θα είχε τέτοια επιτυχία. “Έλεγα με τον νου μου ποιος θα καθίσει να διαβάσει ένα βιβλίο για κάτι πού συνέβη πριν από 35 χρόνια σε μιαν άκρη του κόσμου που δεν έχουν ακούσει ποτέ, για μια γυναίκα που δεν γνώρισαν ποτέ. Το έγραψα όμως για τα παιδιά μου, για τ’ ανίψια μου, τα παιδιά των αδελφάδων μου, με τις οποίες μοιράστηκα αυτές τις εμπειρίες, έτσι ώστε να θυμούνται και να γνωρίζουν την κληρονομιά που τους άφησε η μητέρα μου, ότι ή ζωή η δική τους πληρώθηκε ως έναν βαθμό από τον θάνατο της. Και έγραψα εν τέλει το βιβλίο, το παρέδωσα σ’ έναν έκδοτη, έφυγα για μιαν αποστολή των New York Times και βρισκόμουν στο Λονδίνο όταν μου τηλεφώνησε η γυναίκα μου και μου είπε ότι το πρότειναν ως κύρια υποψήφια επιλογή για το βιβλίο του μηνός. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση στην Αμερική γιατί σημαίνει αυτομάτως πωλήσεις 200.000 αντιτύπων. Ήταν το πρώτο σημάδι τής μεγάλης απήχησης που θα είχε. Εγώ στην ουσία το έγραψα για την οικογένεια μου, με την οποία είμαι πολύ στενά δεμένος. Οι αδελφές μου – έχω τέσσερις αδελφές – τα ανίψια μου, όλα μου τα παιδιά, όλοι εμείς ζούμε σε απόσταση 15 μιλίων στην ίδια περιοχή. Έγραψα το βιβλίο λοιπόν για να έχουμε ένα συνδετικό δεσμό να μας βοηθά να θυμόμαστε από πού ήρθαμε, ποιοι είμαστε, ποιοι θυσιάστηκαν ώστε τα παιδιά μας να ζουν τη ζωή που ζουν τώρα.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Πώς εξηγείτε τώρα την υστερική, θα έλεγα, αντίδραση εδώ στον τόπο μας απέναντι στα σαφή στοιχεία πού περιέχει το βιβλίο σας. Σας αρνούνται αξία, σας λασπολογούν και. γενικά σας παρέχουν όλες εκείνες τις κατηγορίες με την απλοχεριά που συνηθίζουν οι συμπατριώτες μας όταν δεν θέλουν να δεχθούν κάτι.

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Ξέρετε, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Προσπάθησαν να το αγνοήσουν εκτός από τον κόσμο πού πήγαινε και το αγόραζε για να το διαβάσει. Ως τώρα – σύμφωνα με τα στοιχεία του πράκτορά μου εδώ, το βιβλίο αυτό έχει πουλήσει περισσότερα αντίτυπα από οποιοδήποτε άλλο χαρτόδετο βιβλίο τα τελευταία χρόνια. Όταν, όσοι θέλησαν να συγκαλύψουν αυτά τα περιστατικά, είδαν την απήχηση του βιβλίου άρχισαν να επιτίθενται εναντίον του βιβλίου και εναντίον μου. Δεν είμαι οργισμένος, στην πραγματικότητα λυπάμαι βαθιά που ορισμένοι Έλληνες – εννοώ αυτή την ορισμένη κατηγορία των Ελλήνων έχουν τόσο λίγο αλλάξει τα τελευταία 35 χρόνια.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν ποτέ! Με την ευκαιρία τής ανιχνεύσεως που κάνατε για τη μητέρα σας μορφώσατε μια γνώμη για τον εμφύλιο και ποια είναι αυτή;

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Κατέληξα στο συμπέρασμα πώς πρόκειται για μια τραγωδία πού προκάλεσε η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και για την οποία δεν ζήτησαν ποτέ ούτε καν τη ΣΥΓΓΝΩΜΗ, του ελληνικού λαού για τόση καταστροφή και τέτοιο θανατικό. Η σύγκρουση που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε και σε άλλες χώρες, στην Ιταλία λ.χ. Ο Τολιάτι, ο αρχηγός του ιταλικού Κ.Κ., παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε μιαν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, αλλά είπε στους δικούς του: «Μην πάτε στα βουνά γιατί δεν έχουμε ανάγκη από δεύτερο πόλεμο σ’ αυτή τη χώρα, μείνετε και αγωνιστείτε για τις ιδέες σας μέσα στα πλαίσια των θεσμών πού ισχύουν στον τόπο μας». Ενώ οι Έλληνες ηγέτες τού Κ.Κ. – εξαπέλυσαν αυτό τον πόλεμο που ήταν ανόητος και καταστροφικός για τους οπαδούς τους. Έχω παρατηρήσει ότι κανένας από τούς ηγέτες δεν σκοτώθηκε. Το φοβερό είναι ότι εξαπέλυσαν ένα τέτοιο κύμα τρομοκρατίας στα κατεχόμενα χωρία ώστε ο λαός αρνείται ακόμα και σήμερα να δεχθεί αδιαφιλονίκητα γεγονότα. Η μάνα μου, η Ελένη Γκατζογιάννη, δεν ήταν η μόνη γυναίκα που σκοτώθηκε στα βουνά της Μουργκάνας. Μαζί της την ίδια μέρα χάθηκαν άλλες 12 ψυχές. Στον κήπο μας, στόν κήπο τού σπιτιού μας που χρησιμοποιήθηκε σαν πολιτοφυλακή, βρέθηκαν 38 πτώματα, σ’ ένα φαράγγι κοντά στο διπλανό χωριό βρέθηκαν 121 πτώματα. Όλα αυτά τα βουνά είδαν εκτελέσεις εκατοντάδων ανθρώπων, πιο πολλές γυναίκες παρά άντρες, γιατί οι άντρες είχαν ήδη φύγει και οι γυναίκες είχαν μείνει πίσω. Αυτό ήταν ένα σχέδιο τρομοκρατίας επινοημένο, υπογεγραμμένο και εφαρμοσμένο από τον Κώστα Κολιγιάννη που ήταν ό πολιτικός καθοδηγητής της περιοχής και απηχούσε τη γενικότερη πολιτική του Κ.Κ. Και αν προσπαθήσει κανείς να θολώσει αυτή την εικόνα, να πει δηλαδή ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν στον πόλεμο ή να πει ας τα ξεχάσουμε τώρα, είναι το ίδιο όπως όταν ένα άτομο προσπαθεί να συγκαλύψει δραματικές περιόδους στη ζωή του και γίνεται νευρωτικό. Ξέρετε πως ένας καλός μαρξιστής, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, είπε: « Όποιος ξέρει την αλήθεια και την κρύβει είναι εγκληματίας». Πιστεύω ότι δεν πρέπει να κρύβουμε ούτε πρέπει να λησμονούμε τα όσα συνέβησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Πιστεύω ότι πρέπει να ρίξουμε φως σε όλες τις λεπτομέρειες της και να βρούμε ποιος έκανε το καθετί, να εξετάσουμε τις αιτίες ώστε να μην μπορεί να ξανασυμβεί. Θέλουμε να είμαστε σαν τους Τούρκους που αρνούνται να παραδεχθούν ότι εξόντωσαν εκατομμύρια Αρμενίων; Είναι ανθυγιεινό να κρύβει κανείς αυτά και όταν με πλησιάζουν άνθρωποι και μου λένε «ανοίξατε πληγές», εγώ δεν συμφωνώ καθόλου μ’ αυτή την οπτική, αντίθετα πιστεύω ότι άνοιξα τον δρόμο στην αλήθεια. Ότι, επιτέλους, ύστερα από μια μακρυά περίοδο όπου ή Δεξιά έδινε τη δική της εκδοχή του πολέμου και μια εξίσου μακριά περίοδο όπου η Αριστερά δίνει τη δική της εκδοχή εξίσου στρεβλή και παραποιημένη, η πόρτα άνοιξε για την αλήθεια και αν μπορώ μ’ αυτό τον τρόπο να βοηθήσω κι εγώ θα είμαι διπλά ευχαριστημένος. Αισθάνομαι πως όλοι οι άνθρωποι είναι κατ’ ουσίαν ίδιοι, ότι έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να είναι σκληροί και ανελέητοι αλλά και τη δυνατότητα για καλές, εποικοδομητικές και δημιουργικές πράξεις. Τώρα, όταν η καταστροφική δύναμη μιας φύσης ελευθερώνεται από έναν φανατικό στόχο που βασίζεται στην αρχή ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. όπως ο κομμουνισμός ή ο φασισμός ή το Ισλάμ, όταν ακούω να λέγεται ότι ένας αγώνας είναι κάτι πιο σημαντικό από το άτομο, για το όποιο υποτίθεται ότι διεξάγεται αυτός ο αγώνας, τότε ξέρω ότι αυτός ο αγώνας είναι κακός και καταδικαστέος. Στον εμφύλιο πόλεμο έγιναν υπερβολές και από τις δύο πλευρές, αυτό είναι φανερό και θα πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος για να ισχυρίζεται ότι η μία πλευρά είναι καλή και η άλλη κακή. Στον κόσμο τον δικό μου, αυτόν πού περιγράφω, οι υπερβολές του κομμουνισμού ήταν πολύ μεγαλύτερες. Ίσως να υπάρχουν άλλα μέρη της Ελλάδας όπου να σημειώθηκαν μεγαλύτερες ακρότητες από την άλλη πλευρά, αλλά στα δικά μου τα χωριά, στα χωριά για τα όποια μιλώ, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι στο καθένα και εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους σε όλη αυτή την περιοχή, ενώ ο αριθμός των θυμάτων των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν πολύ μικρός. Στην Πελοπόννησο ίσως να συνέβη το αντίθετο.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Δεν μ’ ενδιαφέρουν τόσο οι λεπτομέρειες όσο ή αντίληψη που έχει κανείς για έναν εμφύλιο πόλεμο, ύστερα μάλιστα από μια πάροδο πολλών ετών.

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Αυτό πού θέλω να αποκομίσει ο αναγνώστης από το βιβλίο μου είναι η δυσπιστία για οποιαδήποτε ιδεολογία σου λέει ότι αγωνίζεσαι για κάτι πιο σημαντικό από τους ανθρώπους τους ίδιους που αγωνίζονται. Ξέρετε τι εννοώ μ’ αυτό. Αν ο κόσμος παίρνει κάτι τέτοιο από το βιβλίο μου θα πιστέψω πώς έχω πετύχει.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Η περιπέτεια ζωής πού είχατε με τη μητέρα σας επηρέασε τις σημερινές σας πολιτικές πεποιθήσεις ή αυτές αναπτύχθηκαν ξεχωριστά κάτω και μέσα από τον χαρακτήρα σας και από τον τόπο που αναπτυχθήκανε.

– Νίκολας Γκέιτζ : Νομίζω πως όλοι έχουμε επηρεαστεί απ’ ό,τι μας συμβαίνει και από τον τόπο όπου μεγαλώσαμε και πιστεύω ότι κι εγώ έχω επηρεαστεί ως έναν βαθμό. Αλλά οι πολιτικές μου πεποιθήσεις βγαίνουν πραγματικά μέσα από την κληρονομιά μας. Αυτό πού έδωσε ο ελληνικός λαός στον κόσμο είναι η έννοια της δημοκρατίας και όταν οποιοσδήποτε στην Ελλάδα υποστηρίζει μιαν ολοκληρωτική ιδεολογία, είτε κομμουνιστική είτε φασιστική, είναι, κατά τη γνώμη μου. σαν να προδίδει την κληρονομιά του. Θέλω να πω ότι οι Σοβιετικοί μπορούν να είναι κομμουνιστές, οι Γερμανοί μπορούν να είναι ναζί. Έχουν μακρές περιόδους τυραννίας στην ιστορία τους. Αλλά να γίνεται φασίστας ή κομμουνιστής ένας Έλληνας είναι για μένα απαράδεκτο. Οι άνθρωποι αγαπούν να ξεχνούν αλλά αντιστέκομαι στη λήθη.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Και τώρα τελειώνοντας πέστε μας κάτι για την ταινία σας. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από τη σκηνοθεσία, την ηθοποιία κ.τ.λ.

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Γυρίσαμε την ταινία στην Ισπανία. Αρχικά είχαμε την πρόθεση να τη γυρίσουμε στην Ελλάδα. Έγραψα στον πρωθυπουργό και τον ρώτησα αν θα είχαμε προβλήματα και μου αποκρίθηκε ότι ή κυβέρνηση του δεν θα έθετε κανένα εμπόδιο στις εργασίες μας. Αλλά όταν αρχίσαμε να ερχόμαστε εδώ, ο σκηνοθέτης έλαβε γνώση ορισμένων προσκομμάτων που θα δημιουργούσαν τα συνδικάτα και είδαμε ότι γενικά θα υπήρχαν προβλήματα. Έτσι αποφασίστηκε να γίνει το γύρισμα στην Ισπανία, γιατί όσο μικρές κι αν θα ήταν εδώ οι πιθανότητες προσκομμάτων, οι συνέπειες σε απώλεια χρόνου και χρήματος θα ήταν τεράστιες για την παραγωγή. Πήγαμε λοιπόν στην Ισπανία και ξαναχτίσαμε την εκκλησία, τα σπίτια του χωριού μου με πέτρες, με πλάκα και έμοιαζε πιο πολύ με την εικόνα του χωριού μου το 1938 απ’ ότι με το σημερινό χωριό στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν καλώδια τηλεφώνου και γενικά είναι μια καταπληκτική δουλειά.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Πώς λέγεται ο σκηνογράφος;

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Λέγεται Roy Walker. Έχει κάνει τη σκηνογραφία για το Killing fields, ήταν βοηθός σκηνογράφος στον Λώρενς της Αραβίας και γενικά είναι εξαιρετικός σκηνογράφος, θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ πάλι μαζί του. Η δομή της ταινίας είναι σωστή, το ύφος που αναδίδει. Αρχίσαμε το γύρισμα τον περασμένο Σεπτέμβρη και τελειώσαμε στο Τορόντο στο τέλος του φετινού Γενάρη. Έβλεπα τις σκηνές που γυρίζονται κάθε μέρα και μερικές απ ‘ αυτές ήταν τόσο κοντά στις μνήμες πού είχα ώστε πραγματικά με συγκλόνιζαν. Δυο φορές λύγισα για το ζήτημα τής μητέρας μου. Μία φορά το 1969 σ’ ένα μνημόσυνο πού έγινε γι’ αυτή στο χωριό και τη δεύτερη όταν έβλεπα αυτές τις σκηνές εκεί όπου η ηθοποιός πού υποδύεται τη μητέρα μου αποχαιρετά για στερνή φορά το παιδί πού υποδύεται έμενα. Έκλαιγα με ασυγκράτητους λυγμούς, τόσο κοντά ήταν στην εικόνα πού είχα στη μνήμη μου. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που έγιναν στην ταινία και διαφέρουν από το βιβλίο. Για παράδειγμα, δημιουργήθηκε για δραματουργικούς λόγους ο χαρακτήρας μιας γειτόνισσας από τρία πρόσωπα που υπήρχαν στο βιβλίο. Σαν συγγραφέας δεν θα μπορούσα να το δεχτώ, αλλά σαν παραγωγός το θεώρησα σωστό. Νομίζω πώς η Κέιτ Μίλιγκαν παίζει εξαιρετικά τη μητέρα και όλες οι εφημερίδες στην Αμερική – μολονότι το φιλμ δεν έχει προβληθεί ακόμα γράφουν ότι πρέπει να είναι οπωσδήποτε υποψήφια για τα Όσκαρ τής φετινής χρονιάς, είναι πραγματικά εξαιρετική. Αλλά αυτό πού ήταν το σημαντικότερο για μένα ήταν να είναι πραγματικοί οι χαρακτήρες. Τα βιβλία για τον πόλεμο που έχουν γραφτεί στην Ελλάδα φαίνονταν υπερβολικά και οι χαρακτήρες παρατραβηγμένοι, μυθοποιημένοι. Αυτό δεν ισχύει για το δικό μου βιβλίο. Οι αδελφές μου είχαν ταραχτεί γιατί υπάρχει μια σκηνή στο βιβλίο όπου η μητέρα μου θυμώνει και αρχίζει να πετάει πέτρες στο μουλάρι μας. Αλλά το θυμάμαι ότι το έκανε και γι’ αυτό το έβαλα. Δεν ήθελα να δημιουργήσω μια αγγελική μορφή, αλλά μια γυναίκα όπως ακριβώς ήταν, μαι πολλή αγάπη και πολύ θάρρος, μια γυναίκα που έκανε ότι μπορούσε για να επιζήσει, αλλά όταν βρέθηκε στην ανάγκη να διακινδυνέψει τη ζωή της για τα παιδιά της το έκανε μ’ απλοχεριά. Το πορτρέτο της μάνας μου είναι πολύ καλό στην ταινία. Το φιλμ είναι μόνο η κεντρική ιστορία, η ραχοκοκαλιά των γεγονότων πριν από τον εμφύλιο και κατά τον εμφύλιο χωρίς να περάσει καθόλου στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Το γύρισμα έμεινε πιστό στο βιβλίο γιατί θέλησε να δώσει μια δική του προσωπικότητα, πιστό στην οπτασία του βιβλίου;

⁃ Νίκολας Γκέιτζ : Νομίζω κάπου στη μέση από τα δυο. Ξέρετε, μια ταινία είναι δημιουργία ενός σκηνοθέτη και ένα βιβλίο είναι δημιουργία ενός συγγραφέα. Δεν είναι δική μου η ταινία, είναι του Πίτερ Γέϊτς. Αλλά είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου μου και γενικά είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτά, πιστεύω oτι είναι δυνατή ταινία και ότι δικαιώνει τη μορφή της μητέρας μου. Έτσι φαντάζομαι ότι θα έχει μεγάλη απήχηση, αν και τίποτε δεν μπορεί να πει κανείς προτού προβληθεί η ταινία.

⁃ Μάνος Χατζιδάκις : Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνομιλία που είχαμε, χάρηκα αληθινά που μιλήσαμε μαζί και παράλληλα σας λέω την αλήθεια ότι θα περιμένω με μεγάλη αγωνία και το φιλμ, αλλά και το καινούριο σας βιβλίο.+2290Βαγγέλης Σταμάτογλου, Spyridon Dasiotis και 288 ακόμη44 σχόλια120 κ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *