Τα άρθρα γνώμης για την οικονομία σχολιάζονται ενίοτε από τους αναγνώστες μας στην online έκδοση του «Πρώτου Θέματος» με μια «οπαδική» διάθεση
Κάποιοι στόχοι της οικονομικής πολιτικής, όπως και όλων των άλλων πολιτικών, θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητοι από το ποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση.
Κάθε κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει στόχο την οικονομική ανάπτυξη και τη σύγκλιση των εισοδημάτων με τις πλουσιότερες χώρες της Ε.Ε. Θα έπρεπε επίσης να έχει στόχο τον «εκδημοκρατισμό» της οικονομίας ώστε να λειτουργεί ο ανταγωνισμός και να μην υπάρχουν καρτέλ και η Δικαιοσύνη να τους αντιμετωπίζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Θα έπρεπε να έχει στόχο την εξισορρόπηση του ισοζυγίου ώστε να μη φεύγει το χρήμα στο εξωτερικό – και αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε ενισχύει την εγχώρια παραγωγή και την ανταγωνιστικότητά της. Αυτοί οι στόχοι θα έπρεπε να είναι κοινοί για όλα τα κόμματα. Και η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές για να επιτευχθούν είναι λίγο πολύ συγκεκριμένες και δεν εντάσσονται στη μία ή στην άλλη ιδεολογία.
Η σημερινή κυβέρνηση πέτυχε τη δημοσιονομική εξυγίανση και έχει μεγάλα πλεονάσματα. Ομως δεν διόρθωσε τις πάρα πολλές ατέλειες της ελληνικής οικονομίας ώστε να δημιουργήσει προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό είναι γεγονός που δεν επηρεάζεται από τις πολιτικές πεποιθήσεις ούτε του γράφοντος, ούτε του αναγνώστη.
Μέχρι στιγμής η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη στόχευε στη δημιουργία πλεονασμάτων προκειμένου να βελτιωθεί η εικόνα της χώρας διεθνώς, να έρθουν ξένες επενδύσεις και να ελαφρυνθεί το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Πέτυχε τα πλεονάσματα, πέτυχε την ελάφρυνση του κόστους του χρέους, αύξησε την αξιοπιστία της χώρας. Ομως, δεν έφερε παραγωγικές ξένες επενδύσεις. Ηρθαν κυρίως χρήματα για αγορές ακινήτων και ξενοδοχεία που δεν αύξησαν την απασχόληση και το εισόδημα, αλλά συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση των τιμών των ακινήτων και τη δημιουργία του προβλήματος στέγασης.
Το πρόβλημα της κυβερνητικής πολιτικής ήταν ότι δεν επικεντρώθηκε στον στόχο της δημιουργίας ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος συνολικά, ώστε να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις, να αυξηθεί η παραγωγή, η απασχόληση και τα εισοδήματα. Και ήταν προφανές από την πρώτη στιγμή ότι δεν θα πάει καλά το πράγμα, αφού η κυβέρνηση περιορίζει τον στόχο της στην προσέλκυση «ξένων» επενδύσεων. Διότι αν δεν γίνονται ελληνικές επενδύσεις, σημαίνει ότι δεν συμφέρουν. Και ο ξένος, ακόμη κι αν είναι θετικός και θελήσει να επενδύσει, θα θέσει τελικά το κρίσιμο ερώτημα: οι Ελληνες επιχειρηματίες γιατί δεν επενδύουν στον τόπο τους; Και όταν το ψάξει, θα καταλάβει και αυτός ότι δεν συμφέρει και δεν θα επενδύσει, όπως και έγινε.
Θα έπρεπε -και πρέπει επειγόντως- η κυβέρνηση αυτή, όπως και όποιες ακολουθήσουν μελλοντικά, να φτιάξουν ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον ώστε να γίνουν επενδύσεις από όλους, Ελληνες και ξένους.
Και ενώ η εικόνα της οικονομίας σήμερα είναι εξαιρετική από δημοσιονομικής απόψεως με τα πλεονάσματα, το επιχειρηματικό περιβάλλον νοσεί βαριά. Είναι μια οικονομία με πολύ υψηλούς φόρους και μεγάλο μη μισθολογικό κόστος (ασφαλιστικές εισφορές), με κρυφές επιβαρύνσεις, με απαγορευτικές δυσκολίες από τη γραφειοκρατία, με κόστος διαφθοράς ανυπολόγιστο. Υποφέρει από ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας που προκαλείται αφενός από το ίδιο το κράτος, το οποίο προεισπράττει φόρους από κέρδη που δεν έχουν εισπραχθεί, και αφετέρου από τις παράνομες καθυστερήσεις στις πληρωμές, τόσο μεταξύ των ιδιωτικών επιχειρήσεων όσο και του κράτους προς τους προμηθευτές του.
Για αυτούς τους λόγους παραγωγικές επενδύσεις δεν γίνονται ούτε από Ελληνες ούτε από ξένους.
Ολα αυτά απεικονίζονται και στην αγορά εργασίας – και μάλιστα έντονα. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος από την εργασία του, οι νέοι προτιμούν να κάνουν περιστασιακές δουλειές και να πληρώνονται με μαύρα, οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό, οι επιστήμονες πληρώνονται με αμοιβές ανειδίκευτου εργάτη, προοπτική καριέρας δεν βλέπει κανείς, όσοι έφυγαν δεν γυρίζουν πίσω και όσοι είναι εδώ θέλουν να φύγουν. Αυτή είναι η εικόνα για την αγορά εργασίας που αποκαλύπτεται από τις μελέτες των θεσμικών παρατηρητών (ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, ΓΣΕΕ, ΣΕΒ κ.λπ.).
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, περιέγραψε προχθές όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε την κατάσταση:
Είπε ακόμη ότι «πρέπει να απλουστεύσουμε και να χαμηλώσουμε τους πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Διότι για να μπορέσει κανείς να έχει ικανοποιητικά εισοδήματα, ή κάποιος που έχει σπουδάσει και έχει δουλέψει κάποιες δεκαετίες της ζωής του να έχει κίνητρο να μείνει στη χώρα και στην παραγωγή, πρέπει να μη χρειάζεται να κρύβει αυτά τα εισοδήματα.
Είναι παράλογο να του παίρνεις πάνω από το 50%, μαζί με αυτά που πληρώνει και ο εργοδότης του, όπως γίνεται τώρα και αυτός ο άνθρωπος να βλέπει κάποιον άλλον ο οποίος απολαμβάνει κάποια επιδόματα και καταφέρνει να κρύψει και τα εισοδήματα. Αρα, βλέπετε, είναι ένας φαύλος κύκλος», είπε ο κ. Βέττας και κατέληξε: «Με άλλους φορολογικούς συντελεστές πολύ περισσότερος κόσμος θα δήλωνε εισοδήματα που δεν δηλώνει σήμερα και πολύ περισσότερος κόσμος θα δούλευε ως μισθωτός, ενώ τώρα καταφεύγουν σε διάφορες άλλες μορφές εργασίας, είτε αυτοαπασχόληση, που έχει και χαμηλότερη ασφαλιστική επιβάρυνση».
Ολοι ανεξαιρέτως οι θεσμικοί παρατηρητές, αλλά και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, έχουν επανειλημμένως δηλώσει ότι πρέπει να μειωθούν και οι ασφαλιστικές εισφορές, το μη μισθολογικό κόστος όπως το ονομάζουν.
Και αυτά, οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές, είναι τα στοιχειώδη. Το ζητούμενο είναι να διορθωθεί συνολικά το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον, να συμφέρει να γίνει μια επένδυση, να μην εμποδίζεται από το Δημόσιο και τη γραφειοκρατία, να βρίσκει κάποιος το δίκιο του στη Δικαιοσύνη αν χρειαστεί. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει σήμερα. Και θα έπρεπε να είναι στόχος κάθε κυβέρνησης, ανεξαρτήτως κόμματος, αλλά ιδίως της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που πέτυχε τα πλεονάσματα και θα μπορούσε να εξυγιάνει την οικονομία. Ασφαλώς και ξέρει πολύ καλά η κυβέρνηση τι πρέπει να κάνει. Δεν γνωρίζουμε γιατί δεν το κάνει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκεί να κυνηγάει ψήφους με επιδοματάκια.
Γρ. Νικολόπουλος
protothema.gr