Η κυβέρνηση δεν έφτιαξε ένα επιχειρηματικό – επενδυτικό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαν να επενδύσουν όλοι, ξένοι και Έλληνες επιχειρηματίες, αντίθετα διαμόρφωσε ένα πολύ εχθρικό για τις παραγωγικές επιχειρήσεις περιβάλλον
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το κεντρικό σύνθημα της συγκέντρωσης για τα Τέμπη «Δεν έχω οξυγόνο» μοιάζει κατάλληλο και για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία δεν έχει οξυγόνο, δεν μπορεί να πάρει ανάσα και αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από την έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα. Το ΒΕΑ απευθύνει έκκληση στην κυβέρνηση να διορθώσει την ασφυκτική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαιτίας της κυβερνητικής πολιτικής. Εστιάζουν στα εξής: υπερφορολόγηση, έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, ανεπαρκή στήριξη από το κράτος και ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που δεν επιτρέπει την ανάπτυξη.
Η έρευνα του ΒΕΑ που στηρίζεται στις απαντήσεις 502 επιχειρήσεων-μελών του αποκαλύπτει ότι το 77,1% θεωρεί τη βαριά φορολογία βασικό πρόβλημα, ενώ το 34,7% το κόστος ενέργειας πολύ υψηλό. Το 27,5% παραπονιέται για την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ενώ το 17,3% ασφυκτιά από την έλλειψη χρηματοδότησης. Από τους αυτοαπασχολούμενους το 61,8% δηλώνει ότι η τεκμαρτή φορολόγηση επιβαρύνει σημαντικά το εισόδημά του.
Η κυβερνητική πολιτική είναι προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων, ελληνικών και ξένων. Η άποψη του υπουργού Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος σαφέστατα εκφράζει την κυβερνητική άποψη, είναι πως η ανάπτυξη μπορεί να στηριχθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις και μόνο. Και όλα τα μέτρα που έχει έως τώρα ανακοινώσει, όπως και όλες οι δημόσιες δηλώσεις του, αποκαλύπτουν ότι θεωρεί προβληματικό το μοντέλο ανάπτυξης μέσω μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το ζήτημα όμως είναι πως αν σε μια μικρή χώρα με μικρή αγορά όπως η Ελλάδα ευνοήσεις την ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων εις βάρος των μεσαίων και των μικρών, καταλήγεις αναγκαστικά σε ολιγοπώλια και πρακτικές καρτέλ. Το βλέπουμε σήμερα σε όλους τους κλάδους – και είναι λογικό. Δεν χωράνε πολλές μεγάλες επιχειρήσεις στη μικρή αγορά, το αυτονόητο αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ολιγοπωλίων και όταν υπάρχουν ολιγοπώλια, έχουμε συντονισμό και καταστρατήγηση του ανταγωνισμού εις βάρος των καταναλωτών. Πέραν αυτού, περιορίζεται η παραγωγή, διότι μια μικρή αγορά δεν μπορεί να στηρίξει μεγάλες βιομηχανίες, ενώ θα μπορούσε εύκολα να στηρίξει πολλές μικρομεσαίες απορροφώντας την παραγωγή τους. Θα μου πείτε ότι οι μεγάλες μπορούν και να εξάγουν. Πράγματι εξάγουν, αλλά λίγο. Διότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός αφήνει χαμηλά περιθώρια κέρδους και προτιμούν να καταληστεύουν την εγχώρια αγορά, στην οποία πουλάνε πολύ ακριβότερα απ’ ό,τι στο εξωτερικό και διασφαλίζουν υπερβολικά περιθώρια κέρδους.
Ο ανταγωνισμός στην Ελλάδα μπορεί να επιβιώσει μόνο όταν υπάρχουν πολλοί μικροί και μεσαίοι παραγωγοί. Και αυτό είναι εντελώς αντίθετο από τις πεποιθήσεις και τους στόχους αυτής της κυβέρνησης, η οποία παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει το πρόβλημα και αντί να το διορθώσει, ανακοινώνει κάθε τόσο πυροσβεστικά μέτρα προσωρινής στήριξης.
Μέχρι στιγμής, στόχος της κυβέρνησης ήταν και παραμένει η βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας της χώρας με τη δημιουργία πλεονασμάτων και η ικανοποίηση των μεγάλων ξένων επενδυτών. Ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης επετεύχθη και με το παραπάνω, καθώς το κόστος όλων των προϊόντων και υπηρεσιών αυξήθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και επί αυτού του αυξημένου κόστους η κυβέρνηση συνέχισε να εισπράττει 24% ΦΠΑ, πολλαπλασιάζοντας τα δημόσια έσοδα. Ετσι όμως επιβάρυνε πολύ περισσότερο το κόστος για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, αφαιρώντας οξυγόνο από την οικονομία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι υποφέρουν.
Θα μπορούσε -και θα έπρεπε- να ακολουθήσει μια πολύ πιο ευέλικτη πολιτική για την ανακούφιση όλων από το αυξημένο κόστος, αλλά δεν το έκανε.
Οσον αφορά τους ξένους επενδυτές, πράγματι τους ικανοποίησε όσο περισσότερο μπορούσε διασφαλίζοντάς τους υπερκέρδη εις βάρος των καταναλωτών, π.χ. στις τράπεζες. Δεν κατάφερε όμως να φέρει παραγωγικές ξένες επενδύσεις που θα αύξαναν την εγχώρια παραγωγή και τις θέσεις εργασίας. Αντίθετα, προσέλκυσε μη παραγωγικές και βραχυχρόνιες επενδύσεις. Δεν έφτιαξε ένα επιχειρηματικό – επενδυτικό περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαν να επενδύσουν όλοι, ξένοι και Ελληνες επιχειρηματίες, αντίθετα διαμόρφωσε ένα πολύ εχθρικό για τις παραγωγικές επιχειρήσεις περιβάλλον.
Και ενώ όλες οι επιχειρηματικές οργανώσεις, ΣΕΒ, ΕΒΕΑ, ΕΕΝΕ, κλαδικοί σύνδεσμοι κ.λπ., επανειλημμένως επισημαίνουν τα προβλήματα από τη γραφειοκρατία και τις αδειοδοτήσεις, από τη υπερφορολόγηση, από το υψηλό μη μισθολογικό κόστος των ασφαλιστικών εισφορών, από το ενεργειακό κόστος, από την έλλειψη χρηματοδότησης, η κυβέρνηση κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
Το ίδιο εξάλλου έκανε και με την υπόθεση των Τεμπών, αφού η απάντησή της στα μεγάλα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας σε ολόκληρη τη χώρα ήταν ότι μέχρι το 2027 θα αγοράσει καινούργια βαγόνια για τα τρένα και θα αναθέσει τη συντήρηση των δικτύων του ΟΣΕ σε ξένους ειδικούς.
Μα, αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλαν εκατομμύρια διαδηλωτών απ’ όλες τις πόλεις στην κυβέρνηση; Να αγοράσει βαγόνια και να συντηρήσει τις γραμμές; Οχι βέβαια.