Δεδομένου ότι ο Κ. Καραμανλής, παρότι επιθυμούσε να βρίσκεται κοντά σε σημαντικούς στοχαστές, ο ίδιος ποτέ δεν είχε ιδιαίτερους θεωρητικούς προβληματισμούς, είναι αξιοπερίεργο τι τον ώθησε να ασπαστεί θέσεις, που στην χώρα μας συμμερίζονταν μόνο ένα κομμάτι του δημοτικισμού.
Πως ένας πολιτικός που δεν είχε γίνει γνωστός για την εμπλοκή του στις γλωσσικές διαμάχες λαμβάνει μια τέτοια πρωτοβουλία, που αιφνιδιάζει τους κατ’ εξοχήν δημοτικιστές συνεργάτες του.
Βεβαίως η κατάργηση της αραβικής γραφής από τον Κεμάλ θεωρήθηκε ως μεγάλο βήμα προόδου για τους Τούρκους.
Όμως σε μια γλώσσα με παράδοση χιλιάδων ετών, με αδιάλειπτη συνέχεια, στην οποία έχουν γραφεί σπουδαία έργα, μια τέτοια πρωτοβουλία, ανεξάρτητα από τις πιθανές προθέσεις, όσων την υποστήριζαν, θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσουμε άλλο ένα αγκωνάρι της αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας μας.
Φυσικά αυτό το επεισόδιο δεν ερευνήθηκε ποτέ περισσότερο.
Το απόσπασμα, από το άρθρο του Σ.Ψυχάρη, με τον τίτλο “Κ.Καραμανλής” είναι το ακόλουθο:
“Την πρώτη φορά η κρίση ξέσπασε σε μια συνάντηση του Καραμανλή με τον Κ. Τσάτσο (προτού γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν υπουργός Πολιτισμού) και τον αείμνηστο Ευάγγελο Παπανούτσο. Τους είχε καλέσει ο τότε πρωθυπουργός στο γραφείο του για να συζητήσουν θέματα της Παιδείας. Σε μια στιγμή ο Καραμανλής τους είπε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφθούν το ενδεχόμενο να συνδυασθεί το ελληνικό αλφάβητο με το λατινικό, να εξετασθεί ακόμη και το θέμα της φωνητικής γραφής.