Στις επίσημες περιστάσεις, όπως λ.χ. κατά τη συνάντηση του Σεργκέι Λαβρόφ με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου την εβοδομάδα αυτή, περισσεύουν οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις ότι η συνεργασία Ρωσίας και Τουρκίας προχωρά αδιατάρακτη.

Όμως στη Μόσχα γνωρίζουν καλύτερα. Και δεν λείπει η επίγνωση ότι η ρωσο-τουρκική σχέση προορίζεται να καταστεί περισσότερο ανταγωνιστική, πράγμα που άλλωστε εξηγεί το ότι η αμερικανο-τουρκική σχέση καταφέρνει να ξεπερνά τόσα και τόσα εμπόδια.

Χαρακτηριστικό είναι από αυτή την άποψη το ερώτημα που θέτει σε ανάλυσή του το ρωσικό περιοδικό Vzglyad: “Γιατί οι Αμερικανοί ανέχονται από την Τουρκία αυτό που δεν θα ανέχονταν από κανέναν άλλο και δεν βάζουν την Άγκυρα στη θέση της;”.

Τα παραδείγματα που επικαλείται το άρθρο και θα δικαιολογούσαν μιαν αυστηρότερη αντιμετώπιση της τουρκικής πλευράς από την Ουάσινγκτον είναι πολυάριθμα. Αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400. Επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας απέναντι στους Κούρδους συμμάχους των ΗΠΑ στη βόρεια Συρία (με αποτέλεσμα να τραυματίζεται και η φήμη της Αμερικής ως αξιόπιστου συμμάχου για όσους βασίζονται σε αυτήν). Υποστήριξη του Ερντογάν προς την (κηρυγμένη ως τρομοκρατική στη Δύση) παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας. Στρατιωτικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας, συμμάχου στο ΝΑΤΟ. Κακοποίηση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας με την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου και απόπειρα ελέγχου της νότιας ακτής της Μεσογείου με την αξιοποίηση παραστρατιωτικών από τη Συρία στην κρίση της Λιβύης. Εργαλειοποίηση του προσφυγικού ζητήματος ως μοχλού εκβιασμού της Ευρώπης. Ταπεινωτική συμπεριφορά στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με το περίφημο Sofagate.

(Κοντά σε αυτά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει τη σύμπηξη της τριμερούς “Διαδικασίας της Αστάνα”, με τη Ρωσία και το Ιράν, επ’ αφορμής της συριακής κρίσης, αλλά με φιλοδοξίες συνεργασίας που φθάνουν μέχρι τον “διαμοιρασμό” του Καυκάσου κατά τρόπο που να αποκλείει τη Δύση και που “λιπαίνονται” με συναλλαγές όπως αυτές που είχε η τουρκική κρατική τράπεζα Halkbank με την Ισλαμική Δημοκρατία παραβιάζοντας τις εις βάρος της τελευταίας αμερικανικές κυρώσεις.)

Όλα αυτά κατά καιρούς τροφοδοτούν εκκλήσεις (ιδίως από φωνές φιλικότερα προσκείμενες στο Ισραήλ) για δημιουργία “υγειονομικής ζώνης” γύρω από τη χώρα του Ταγίπ Ερντογάν, ακόμη και για αποβολή της από το ΝΑΤΟ. Και η αντικατάσταση στον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ από τον Τζο Μπάιντεν δίνει στις φωνές αυτές μεγαλύτερη απήχηση.

Αναγκαία πρόσδεση

Όμως οι Ρώσοι αναλυτές δεν έχουν αυταπάτες. Η Τουρκία έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ – και αντιστρόφως.

Για την τουρκική πλευρά, η πρόσδεση στη Δύση αποτελεί πρωτίστως ζήτημα φυσικής ασφάλειας, όσο και αν οι Τούρκοι υπερηφανεύονται για τη δύναμη του στρατού τους. Και άλλωστε επί των ημερών του Ερντογάν, η Τουρκία βρέθηκε να μην έχει ούτε ένα φιλικό κράτος κατά μήκος των συνόρων (με εξαίρεση το ημι-υποτελές Αζερμπαϊτζάν).

Κατά δεύτερον, η Τουρκία χρειάζεται το ΝΑΤΟ για να αυξήσει την πολιτική επιρροή της. Διαφορετικά, ούτε η Ρωσία ούτε το Ιράν θα είχαν κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στην Άγκυρα, είτε στη Συρία είτε στον Καύκασο.

Η αντίστροφη παραδοχή, όμως, ότι δηλ. και το ΝΑΤΟ έχει ανάγκη την Τουρκία, χρειάζεται μεγαλύτερο κόπο για να ερμηνευτεί.

Σύμφωνα με το Vzglyad, o Ερντογάν έχει εν πολλοίς δίκιο όταν υποστηρίζει ότι “χωρίς την Τουρκία, θα είναι δύσκολο για το ΝΑΤΟ όχι μόνο να διατηρήσει τη δύναμή του, αλλά και την ύπαρξή του”. Ωστόσο, αυτό δεν αφορά τη συμβολή του τουρκικού στρατού (δεύτερου μεγαλύτερου στο ΝΑΤΟ μετά τον αμερικανικό) στην αμυντική ικανότητα της συμμαχίας, αλλά στη συμβολή του Ερντογάν και των πολιτικών του στη διατήρηση της συνοχής του ΝΑΤΟ ως πολιτικο-στρατιωτικού οργανισμού.

Σε ποια “μέτωπα” εξυπηρετεί η Άγκυρα

Η Αμερική χρειάζεται μια ισχυρή Τουρκία για να συγκρατήσει τη Ρωσική Ομοσπονδία. Να αποσπά την προσοχή της Μόσχας από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, προκαλώντας προβλήματα στον Νότιο Καύκασο, και έχοντας ανατρεπτική παρουσία μέσω της “ήπιας ισχύος” στην Κριμαία, την περιοχή του Βόλγα και τη Σιβηρία. (Αξίζει να αναλογισθεί κανείς ότι μόνο οι τουρκογενείς μουσουλμάνοι Τάταροι αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.)

Επιπλέον, πάντα κατά το Vzglyad, η Αμερική χρειάζεται μια ισχυρή Τουρκία για να αντιμετωπίσει την Κίνα. Επομένως, υποστηρίζει σθεναρά τις φιλοδοξίες και την ήπια ισχύ της Άγκυρας στην Κεντρική Ασία, που είναι η “πίσω αυλή” της Κίνας. Όσο περισσότερο εξισλαμίζεται και είναι ασταθής η περιοχή, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τους Κινέζους να συναλλάσσονται με την Ευρώπη μέσω αυτής, ενώ το πρόβλημα μεταφέρεται και εντός των κινεζικών συνόρων, καθώς στην επαρχία του Σιντζιάνγκ, οι ντόπιοι Ουιγούροι (τουρκογενείς και μουσουλμάνοι) διεξάγουν ημι-ανταρτικό πόλεμο εναντίον των Κινέζων.

Κατά τρίτον, η Αμερική χρειάζεται μια ισχυρή Τουρκία για να αντιμετωπίσει το Ιράν. Ακριβέστερα, για να το διεμβολίσει μέσω της διέγερσης του παντουρκισμού και του αζέρικου εθνικισμού. Υπενθυμίζεται ότι περισσότεροι Αζέροι ζουν στο βορειοδυτικό Ιράν παρά στο ανεξάρτητο Αζερμπαϊτζάν.

Το Ιράν, υποστηρίζουν οι Ρώσοι αναλυτές, αντιμετωπίζει αυτήν την απειλή πολύ σοβαρά, αλλά μέχρι στιγμής δεν βιάζεται να αντιταχθεί στους Τούρκους, λόγω του φόβου ότι το λανσάρισμα αντι-τουρκικής προπαγάνδας θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερα αυτονομιστικά συναισθήματα μεταξύ των Ιρανών Αζέρων.

Η λογική του υπεργολάβου

Επιπλέον, η Αμερική χρειάζεται μιαν ισχυρή Τουρκία για να αντιμετωπίσει την Ευρώπη. Διότι μπορεί ο Μπάιντεν, σε αντίθεση με τον Τραμπ, να μην υπονομεύει ανοιχτά τη συνοχή της Ε.Ε., όμως η διατλαντική σχέση στερεώνεται από τις εξωτερικές απειλές. Και όσο λιγότερο λειτουργούν οι ιστορίες για τη ρωσική απειλή, τόσο πιο σημαντικές θα είναι για την Ουάσινγκτον οι απειλές της Τουρκίας στην Ε.Ε. (λ.χ. εισροή προσφύγων, στρατιωτικές προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας).

Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται την Τουρκία ως υπεργολάβο για περιφερειακές συγκρούσεις. Η αμερικανική κοινωνία έχει κουραστεί από τους πολέμους στο εξωτερικό και η Άγκυρα είναι πάντα έτοιμη να δανείσει τον ώμο της.

Για παράδειγμα, παρέμεινε στο Αφγανιστάν και θα υπερασπιστεί τα αμερικανικά συμφέροντα εκεί μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων. Ασφαλώς, όχι δίχως ανταλλάγματα. “Εάν μας ζητηθεί να μην αφήσουμε το Αφγανιστάν και να βοηθήσουμε εκεί, τότε είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τι είδους διπλωματική, υλικοτεχνική και οικονομική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σημαντικούς τομείς για εμάς έχουμε”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ερντογάν.

Κώστας Ράπτης

capital.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *