Αναδημοσιεύω αυτούσια την επιστολή του Γιάννη Καραμούζη προς το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε. του ΚΚΕ, όπως δημοσιεύτηκε στην Αλήθεια Τριπόλεως την Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1949.
Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1949
Εκείνοι που πήραν τον τίτλο του προδότη – Κατηγορώ, εν’ ονόματι των συντρόφων μου.
Εχθροί του ανθρώπου και κάθε ιδανικού. Έτσι δικαιούμαι να σας προσφωνήσω, εσάς και το κόμμα σας, που μέχρι χθες σας ονόμαζα συντρόφους μου.
Στο κόμμα μπήκα με τη θέλησή μου. Δούλεψα και αναδείχθηκα ηγετικό στέλεχος του νομού Μεσσηνίας. Πειθάρχησα στην εντολή σας και πήγα στο Μπούλκες μετά την Βάρκιζα και διηύθυνα τον Τύπο του Μπούλκες 19 μήνες που έμεινα εκεί. Με χιλιάδες άλλους συντρόφους με ξαναστείλατε στην Ελλάδα και δύο χρόνια πολέμησα εδώ με το ντουφέκι και την πέννα. Ότι είχα και δεν είχα τα έδωσα στο κόμμα. Φιλοδοξούσα να δει ο λαός μας και η πατρίδα μας μια ευτυχισμένη ζωή, να απολαμβάνει τα αγαθά της δουλειάς του και του πολιτισμού. Γι’ αυτά τα ιδανικά αξίζει και πρέπει να δίνει και τη ζωή του ο άνθρωπος. Κι εγώ αυτό έκανα.
Σήμερα βγαίνω από το κόμμα με τη θέλησή μου. Σ’ αυτή μου την απόφαση δεν με οδήγησε ούτε η κούραση ούτε ο κίνδυνος. Δεν δείλιασα από τον σκληρό και πολύχρονο αγώνα μας. Ποτέ μου δεν υπήρξα αφελής να πιστέψω ότι ο αγώνας μας δεν θα μου ζητούσε να δώσω και τη ζωή μου. Ποτέ δεν φάνηκα διστακτικός και γι’ αυτή τη θυσία. Φεύγω από το κόμμα γιατί τόσα χρόνια, αντί να υπηρετήσω τα ιδανικά μου, τα σκύλεψα. Η πολιτική σας μου έδωσε το ανεξίτηλο στίγμα του προδότη, του ληστή, του εχθρού του λαού και της
πατρίδος μου. Η πολιτική μας γραμμή ήταν και παρέμεινε αντιλαϊκή και αντεθνική. Τέτοια τη χαράξατε κι αναλλοίωτη την εφαρμόσαμε. Βγαίνω από το κόμμα όχι γιατί χάσαμε τον αγώνα. Αν μας νικούσαν οι λίγοι πλουτοκράτες και εκμεταλλευτές του λαού, ποτέ δεν θα τολμούσα ν’ αρνηθώ το κόμμα. Τα γεγονότα φωνάζουν ότι μας νίκησε ο λαός και όχι οι εχθροί του. Η πραγματικότητα βοά ότι εμείς σαν κόμμα υπήρξαμε και δράσαμε ως εχθροί του λαού και της ιστορίας του.
Σκορπίσαμε τη συμφορά και τα ερείπια και γι’ αυτό νικηθήκαμε. Μας μίσησε ο Λαός. Ποτέ δεν αγωνιστήκαμε για τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό ακριβώς σπάσαμε τα μούτρα μας. Μας πολέμησε ο ίδιος ο λαός και όχι οι εχθροί του λαού. Μας πολέμησε όπως ξέρει να πολεμά κάθε τύραννό του. Γίναμε εμείς οι εχθροί των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων. Αυτό το πιστοποιητικό μας το ‘δωσαν τα έργα μας. Είναι δημιουργήματα της πολιτικής μας γραμμής. Όποιος έγινε κομμουνιστής για να υπηρετήσει τα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα είναι υποχρεωμένος να παραδεχθεί ότι η πολιτική μας υπήρξε αντιλαϊκή και αντεθνική. Όποιος δεν αναγνωρίζει αυτή την αλήθεια, μπήκε στο κόμμα για να υπηρετήσει ευτελείς επιδιώξεις. Είναι ένας πωρωμένος κακούργος.
Ιδού τα έργα μας
Στην κατοχή με τον μανδύα του «απελευθερωτή» αντί να ενώσουμε όλες τις εθνικές δυνάμεις κατά των κατακτητών, αρχίσαμε έναν αμείλικτο πόλεμο εναντίον κάθε πατριώτη, κάθε κόμματος και Πατριωτικής Οργανώσεως. Στραφήκαμε να εξοντώσουμε κάθε πολιτικό μας αντίπαλο. Χτυπήσαμε με λύσσα τον ΕΔΕΣ. Πετσοκόψαμε τον Ψαρρό. Εξοντώσαμε τους αντάρτες του ΕΟΒ στη Γάρδιτσα, του Ε.Σ. στη Βασιλική, στο Δυρράχι και στην Πετρίνα. Φτάσαμε μέχρι του σημείου να συμβιβαστούμε με τον κατακτητή και καραδοκούσαμε πότε θα φύγουν οι Γερμανοί για να πάρουμε εμείς τη θέσιν των. Πολλές φορές κλείσαμε συμφωνία με τον κατακτητή, για να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα μας κατά των πολιτικών μας αντιπάλων. (Έγγραφη συμφωνία ανακωχής μεταξύ του Γερμανού φρουράρχου Σπάρτης και του ΕΛΑΣ στον Πάρνωνα. Απρίλιος 1944). Δεχθήκαμε και πήραμε από τους Ιταλούς στην Καλαμάτα εν γνώσει μας πλαστή συμφωνία, δήθεν μεταξύ Ιταλών και Παπαδόγκωνα, τον Αύγουστο του 1943, ενώ την σκαρώσαμε εμείς με τους Ιταλούς για να συκοφαντήσουμε τον Παπαδόγκωνα και να δικαιολογήσουμε την εξόντωση των ομάδων Ε.Σ. και ΕΟΒ.
Σκορπίσαμε το μίσος και καλλιεργήσαμε τον αδελφοκτόνο πόλεμο. Γιομίσαμε με τάφους και κόκκαλα Ελληνικά τα χωριά και τα πηγάδια. Όσο πλησίαζε η ποθητή απελευθέρωση της πατρίδος μας, τόσο μεγάλωνε το μίσος και η διαίρεση ανάμεσα στο λαό, που εμείς με τα έργα μας δημιουργήσαμε. Προσποιηθήκαμε ότι δίνουμε το χέρι για την ενότητα του λαού. Κάναμε το Λίβανο και την Καζέρτα, όχι γιατί θέλαμε να εξασφαλίσουμε μια ισότιμη ειρηνική δημοκρατική αναμέτρηση, αλλά για να κρύψουμε τους σκοπούς μας. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν τηρήσαμε τις υπογραφές μας.
Όταν έφτασε η απελευθέρωση, αντί εμείς να ρίξουμε όλες μας τις δυνάμεις να σβήσουν τα μίση που δημιουργήσαμε με την πολιτική μας στην κατοχή, εμείς τα ευρύναμε και δημιουργήσαμε το κακούργημα του Δεκέμβρη. Γιατί; Μήπως απειλήθησαν όπως λέγαμε οι ελευθερίες του λαού μας· Όχι. Τον κάναμε γιατί δεν αναγνωρίζαμε τις ελευθερίες του λαού και ούτε προσέξαμε τους πόθους του. Γι’ αυτό ακριβώς και νικηθήκαμε.
Φτάνουμε στην Βάρκιζα. Η 12η ολομέλεια την χαρακτήρισε σαν μια «σωστή πολιτική πράξη». Την χαρακτηρίσαμε «ορθή» γιατί έδινε την δυνατότητα στο κόμμα ν’ ανασυνταχθεί για να αρχίσει την επίθεση να πάρει την εξουσία. Κρύψαμε όπλα, στείλαμε ανθρώπους μας στο εξωτερικό και στο βουνό. Την υπογράψαμε όμως για να κρύψουμε τους αντιλαϊκούς και αντεθνικούς σκοπούς μας. Την παραβιάσαμε για να τους πραγματοποιήσουμε. Έτσι απομονωθήκαμε από τον λαό που ζητούσε ειρηνική δημιουργική ζωή και πολεμήσαμε με πείσμα κάθε προσπάθεια του λαού για ομαλή δημοκρατική ζωή στη χώρα. Αρνηθήκαμε να πάρουμε μέρος στις εκλογές του 1946. Γιατί; Γιατί ο λαός θα έκφραζε τη θέλησή του ελεύθερα, τότε το κόμμα μας θα απεκαλύπτετο. Δεν θα παίρναμε παρά μερικές έδρες, εμείς που «εκπροσωπούσαμε την τεράστια πλειοψηφία του Ελληνικού λαού». Η αποχή από τις εκλογές μας ζημίωσε. Χάσαμε κόσμο. Αυτό το είδαμε.
Και τότε τρέξαμε να πάρουμε μέρος στο δημοψήφισμα για να εξαπατήσουμε το λαό και τους οπαδούς μας.
Αργότερα κάναμε τους «συμφιλιωτές» και τους «φιλόνομους» πολίτες ενώ ο μηχανισμός μας έστελνε ανθρώπους στο βουνό και φτιάξαμε το «Δημοκρατικό Στρατό», καλώντας κάθε κομμουνιστή ν’ ανέβει στο βουνό.
Ανάψαμε τη φωτιά του πολέμου. Παρασύραμε κόσμο και κοσμάκη στο μακελειό. Ποιος τον ήθελε τον πόλεμο; Κι αρπάξαμε από την αγκαλιά της μάνας τα παιδιά, τα παίρναμε από την ήσυχη και ειρηνική ζωή του σπιτιού και του χωριού και τα ρίχναμε στο θάνατο, στην προδοσία, στη σφαγή, στο έγκλημα, στην ατίμωση, στον εξευτελισμό. Τους δίναμε σλάβικα ντουφέκια, για να σκοτώνουν Έλληνες και να καίνε την Ελλάδα.
Ισχυριζόμαστε αναίσχυντα ότι έχουμε το λαό μαζί μας. Τότε γιατί με το ζόρι και την απάτη επιστρατεύαμε; Γιατί δεν ανέβαινε ο λαός στο βουνό να πολεμήσει για τη ζωή του και την προκοπή; Δεν παραδεχτήκαμε ότι η ιστορία του λαού μας αρχίζει πριν 3.000 χρόνια
til I
και γι αυτό σπάσαμε τα μούτρα μας.
Λέγαμε και είχαμε την αξίωση να μας πιστέψουν ότι είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης. Πήραμε τους καημούς και τους πόθους των εργαζομένων στα χέρια μας. Τους ποδοπατήσαμε, τους εξευτελίσαμε. Στο βουνό δεν ανέβηκαν ούτε δέκα εργάτες από κάθε πόλη. Νεκρώσαμε και σακατέψαμε την οικονομία του λαού μας. Ξεπατώσαμε και κυνηγήσαμε εκατοντάδες αγροτικού πληθυσμού. Και όμως αναίσχυντα λέγαμε ότι κάναμε πόλεμο κατά του «Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού».
Χρησιμοποιήσαμε μονοπωλιακώς τη λέξη «Δημοκρατία» και εμείς εξευτελίσαμε τις ελευθερίες του λαού. Γι’ αυτό μας μίσησε και μας πολέμησε κάθε δημοκράτης αληθινός.
Παρουσιαστήκαμε ότι μόνο εμείς ξέρουμε να υπερασπίσουμε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας και ήρθατε με την Ε’ Ολομέλεια και τυπικά ν’ αποκαλύψετε, ότι τον πόλεμο τον αρχίσαμε και τον οργανώσαμε για να δώσετε τη Μακεδονία στους Σλάβους.
Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση; Είναι μήπως εξυπηρέτηση των λαϊκών και εθνικών συμφερόντων; Όχι! Οι πάτρωνες σας οι σλάβοι σας έβαλαν να πάρετε αυτή την απόφαση.
Αργότερα όταν το κόμμα προσπαθήσει να παρουσιασθεί στην Ελλάδα, ασφαλώς θα καταδικάσει την Ε’ Ολομέλεια και με «εθνικό ρίγος» θα αναφωνήσετε «Ήτανε λάθος! Κάτω η Ε’ Ολομέλεια. Ζήτω η ΣΤ’ Ολομέλεια».
Το κόμμα μας ποτέ δεν είχε πολιτική γραμμή εθνικά και λαϊκά σωστή. Κάναμε τον μαρξιστή για να κρύψουμε ότι την πολιτική μας την καθόριζαν τα συμφέροντα της Μόσχας. Και τα συμφέροντα της Μόσχας ήταν εχθρικά προς τις επιδιώξεις του λαού μας. Τις ευθύνες η ηγεσία ποτέ δεν είχε το θάρρος να τις επωμιστεί ανδρικά και τίμια. Τις ρίχνει στα μέλη της. Ενώ τα μέλη της δεν είναι παρά τυφλά εκτελεστικά όργανα. Όποιος έζησε την κομματική ζωή και σήκωσε φωνή διαμαρτυρίας χαρακτηρίστηκε οπορτουνιστής, αχρείος, πράκτορας. Η ζωή μέσα στο κόμμα μεταβάλλει το άτομο ή σε δούλο ή σε τύραννο.
Η σκόπιμη παραγνώριση της Ελληνικής πραγματικότητας μπέρδευε το κόμμα μέσα σε ένα τραγικό κύκλο αντιφάσεων. Το 1949 είπε το κόμμα, είναι ο χρόνος της νίκης. Και πριν βγει ο χρόνος δεν έμεινε τίποτα από μας. Εμείς λέγαμε ότι «ο μοναρχοφασισμός περνάει αγιάτρευτη κρίση» η ζωή έδειξε ότι νικηθήκαμε εμείς, γιατί εμείς περνάγαμε κρίση. Ο στρατός που λέγαμε ότι δεν μας πολεμάει, αλλά μας συμπαθεί, μας έσπασε τα κόκκαλα, για να σώσει το σπίτι του, το χωριό του, τους δικούς του, να μείνει η Ελλάδα στους Έλληνες.
Να που μας οδήγησε η πολιτική του κόμματός μας. Να γεμίσουμε την Ελλάδα μας ερείπια. Να εξευτελίσουμε την ιδέα της δημοκρατίας. Να ρίξουμε χιλιάδες κορμιά στη σφαγή. Να οδηγήσουμε στην ανηθικότητα και στη διαφθορά την γυναίκα. Να πάρουμε το χαμόγελο από τα χείλη του λαού μας και να εξυπηρετήσουμε τα συμφέροντα των σλάβων. Και να ποιο είναι το κατάντημά μας: Να πάρουμε την ταμπέλα του προδότη και του δολοφόνου. Εδώ μας οδήγησε το κόμμα μας. Κι εμείς για το κόμμα τα δίναμε όλα για να μας κάνει εχθρούς και καταστροφείς του Ελληνικού λαού.
Γι’ αυτό κι εγώ φεύγω με τη θέλησή μου. Αργά φυσικά. Φεύγω για να πολεμήσω για λογαριασμό μου και για λογαριασμό όλων των συντρόφων μου που δώσανε τη ζωή τους για να πάρουν τον τίτλο του προδότη και του δολοφόνου.
Γι’ αυτό καταγγέλλω το κόμμα σαν εχθρό του Ελληνικού Λαού και της Πατρίδας, σαν συνειδητό πράκτορα του σλαβισμού. Καλώ κάθε άνθρωπο να το πολεμήσει, με μίσος, με πίστη, με συνείδηση. Καλώ κάθε πατριώτη να προσέξει γιατί το κομμουνιστικό κόμμα, δεν παραιτήθηκε από τις επιδιώξεις του, ας νικήθηκε, ας συντρίφτηκε, ας μισήθηκε από το λαό. Προσοχή! Μπροστά σας δεν θα παρουσιαστεί ποτέ σαν διάβολος.
Γιάννης Καραμούζης
Σχόλιο: Ο Γιάννης Καραμούζης έγραψε και εξέδωσε τον Απρίλιο του 1950 το βιβλίο «Πατριώτες και Προδότες στο Μωριά – Οι προσπάθειες του ΚΚΕ να υποδουλώσει τον Μωριά με τη φωτιά και το τσεκούρι». Δυστυχώς το βιβλίο, βρίσκεται μόνο σε διαδίκτυο.