41 δικαστές αποδοκιμάζουν την υποστήριξη Σεβαστίδη στον Κουφοντίνα
Με επιστολή τους προς την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) 41 δικαστικοί λειτουργοί από τον βαθμό του αρεοπαγίτη έως του πρωτοδίκη, διαμαρτύρονται εντόνως αναφορικά με την ανακοίνωση της ΕΔΕ (24.2.2021) πρόεδρος της οποίας είναι ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, για το μέλος της 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα, καθώς με την ανακοίνωσή της αυτή προβαίνει σε υποδείξεις προς την πολιτεία, κάτι που είναι έξω από τους σκοπούς της Ένωσης.
Παράλληλα, οι 41 καλούν το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΔΕ να απέχει «από τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι βέβαιο πως αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος».
Ακόμη, στην επιστολή αναφέρεται ότι η ΕΔΕ «υπερβαίνει του σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων» και σημειώνουν ότι «οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι «η φροντίδα για την έκτιση των ποινών, που εμείς επιβάλλουμε, όπως και η επιλογή της απαγόρευσης συγκεντρώσεων περισσοτέρων από ένα όριο προσώπων χάριν της προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας εν μέσω πανδημίας, ανήκει στην πολιτεία. Τις ενέργειες της τις ελέγχουμε, σύμφωνα με το νόμο, εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή κατά των όρων της έκτισης των ποινών από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή εάν οι παραβάτες των σχετικών περιορισμών παραπεμφθούν στα δικαστήρια. Η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή ανάμειξή μας σε αυτά τα ζητήματα πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία μας και την ανεξαρτησία μας και υποβαθμίζει την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης».
Τονίζεται, ακόμα, ότι «οι δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του».
Το κείμενο της επιστολής των 41 δικαστικών έχει ως εξής:
«Προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Πρωταρχικοί σκοποί της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και η βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης.
Οι υπογράφοντες αυτό το κείμενο συμπαραταχθήκαμε επί δεκαετίες σε αυτούς τους στόχους ως ενεργά μέλη της Ένωσης, επιθυμώντας να συμβάλλουμε στην ευόδωσή τους, χωρίς όμως να ενταχθούμε σε οποιονδήποτε από τους διάφορους σχηματισμούς (παρατάξεις), που κατά καιρούς διαμορφώθηκαν από άλλα μέλη της ή στο πλαίσιο λειτουργίας του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Θεωρούμε όμως ότι η Ένωσή μας υπερβαίνει τους παραπάνω σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς προασπίζουν αυτά τα δικαιώματα κατά την άσκηση των καθηκόντων της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας και εντός των αυστηρών πλαισίων, που το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν.
Η εξουσία των δικαστικών λειτουργών έχει αφετηρία και προορισμό τον πολίτη. Έργο της είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Απαραίτητη προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας δικαίου, που επιτυγχάνεται μόνον αν ο δικαστής επιδεικνύει αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
Οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε.
Η φροντίδα για την έκτιση των ποινών, που εμείς επιβάλλουμε, όπως και η επιλογή της απαγόρευσης συγκεντρώσεων περισσοτέρων από ένα όριο προσώπων χάριν της προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας εν μέσω πανδημίας, ανήκει στην πολιτεία.
Τις ενέργειες της τις ελέγχουμε, σύμφωνα με το νόμο, εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή κατά των όρων της έκτισης των ποινών από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή εάν οι παραβάτες των σχετικών περιορισμών παραπεμφθούν στα δικαστήρια.
Η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή ανάμειξή μας σε αυτά τα ζητήματα πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία μας και την ανεξαρτησία μας και υποβαθμίζει την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης.
Επιπλέον οι, επ΄ ευκαιρία τέτοιων ζητημάτων, δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, που ορισμένες φορές εκφέρονται σε ανοίκεια σε σχέση με την επιβαλλόμενη στο δικαστικό και εισαγγελικό λειτούργημα γλώσσα και σε ανεπίτρεπτους τόνους, και η ταύτιση μέσω αυτών με συγκεκριμένες θέσεις πολιτικών δυνάμεων της χώρας, απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, προτάσσοντας την υποχρέωσή μας να διαφυλάξουμε το κύρος του θεσμού που υπηρετούμε, διαμαρτυρόμαστε εντόνως και σας καλούμε να απέχετε από τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι βέβαιο πως αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος, προκειμένου να διαφυλαχθεί και το κύρος και η ενότητα της Ένωσης, να αποφευχθεί δε η αποδυνάμωσή της με την αποχώρηση μελών της στο μέλλον.
Αθήνα, 1-3-2021
Οι υπογράφοντες
1) Αθανασίου Φωτεινή, Πρόεδρος Εφετών,
2) Ανδρικοπούλου Μαρία, Αρεοπαγίτης,
Ακόμη, στην επιστολή αναφέρεται ότι η ΕΔΕ «υπερβαίνει του σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων» και σημειώνουν ότι «οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι «η φροντίδα για την έκτιση των ποινών, που εμείς επιβάλλουμε, όπως και η επιλογή της απαγόρευσης συγκεντρώσεων περισσοτέρων από ένα όριο προσώπων χάριν της προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας εν μέσω πανδημίας, ανήκει στην πολιτεία. Τις ενέργειες της τις ελέγχουμε, σύμφωνα με το νόμο, εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή κατά των όρων της έκτισης των ποινών από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή εάν οι παραβάτες των σχετικών περιορισμών παραπεμφθούν στα δικαστήρια. Η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή ανάμειξή μας σε αυτά τα ζητήματα πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία μας και την ανεξαρτησία μας και υποβαθμίζει την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης».
Τονίζεται, ακόμα, ότι «οι δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του».
Το κείμενο της επιστολής των 41 δικαστικών έχει ως εξής:
«Προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Πρωταρχικοί σκοποί της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και η βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης.
Οι υπογράφοντες αυτό το κείμενο συμπαραταχθήκαμε επί δεκαετίες σε αυτούς τους στόχους ως ενεργά μέλη της Ένωσης, επιθυμώντας να συμβάλλουμε στην ευόδωσή τους, χωρίς όμως να ενταχθούμε σε οποιονδήποτε από τους διάφορους σχηματισμούς (παρατάξεις), που κατά καιρούς διαμορφώθηκαν από άλλα μέλη της ή στο πλαίσιο λειτουργίας του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Θεωρούμε όμως ότι η Ένωσή μας υπερβαίνει τους παραπάνω σκοπούς της, προβαίνοντας σε υποδείξεις προς την πολιτεία υπό την επίφαση της υπεράσπισης ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς προασπίζουν αυτά τα δικαιώματα κατά την άσκηση των καθηκόντων της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας και εντός των αυστηρών πλαισίων, που το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν.
Η εξουσία των δικαστικών λειτουργών έχει αφετηρία και προορισμό τον πολίτη. Έργο της είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Απαραίτητη προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας δικαίου, που επιτυγχάνεται μόνον αν ο δικαστής επιδεικνύει αμεροληψία και αντικειμενικότητα.
Οι εκπρόσωποι της Ένωσης είχαν υποχρέωση απέναντι στα μέλη της να διατηρήσουν αλώβητη την εικόνα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας των μελών της και η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε.
Η φροντίδα για την έκτιση των ποινών, που εμείς επιβάλλουμε, όπως και η επιλογή της απαγόρευσης συγκεντρώσεων περισσοτέρων από ένα όριο προσώπων χάριν της προστασίας του αγαθού της ανθρώπινης ζωής και υγείας εν μέσω πανδημίας, ανήκει στην πολιτεία.
Τις ενέργειες της τις ελέγχουμε, σύμφωνα με το νόμο, εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή κατά των όρων της έκτισης των ποινών από αυτόν που έχει έννομο συμφέρον ή εάν οι παραβάτες των σχετικών περιορισμών παραπεμφθούν στα δικαστήρια.
Η με οποιαδήποτε άλλη αφορμή ανάμειξή μας σε αυτά τα ζητήματα πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία μας και την ανεξαρτησία μας και υποβαθμίζει την ίδια την απονομή της Δικαιοσύνης.
Επιπλέον οι, επ΄ ευκαιρία τέτοιων ζητημάτων, δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, που ορισμένες φορές εκφέρονται σε ανοίκεια σε σχέση με την επιβαλλόμενη στο δικαστικό και εισαγγελικό λειτούργημα γλώσσα και σε ανεπίτρεπτους τόνους, και η ταύτιση μέσω αυτών με συγκεκριμένες θέσεις πολιτικών δυνάμεων της χώρας, απάδουν στη μετριοπάθεια που οφείλει να επιδεικνύει το δικαστικό σώμα και στις παραδόσεις ανεξαρτησίας του.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, προτάσσοντας την υποχρέωσή μας να διαφυλάξουμε το κύρος του θεσμού που υπηρετούμε, διαμαρτυρόμαστε εντόνως και σας καλούμε να απέχετε από τέτοιες ενέργειες, οι οποίες είναι βέβαιο πως αποδοκιμάζονται από την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος, προκειμένου να διαφυλαχθεί και το κύρος και η ενότητα της Ένωσης, να αποφευχθεί δε η αποδυνάμωσή της με την αποχώρηση μελών της στο μέλλον.
Αθήνα, 1-3-2021
Οι υπογράφοντες
1) Αθανασίου Φωτεινή, Πρόεδρος Εφετών,
2) Ανδρικοπούλου Μαρία, Αρεοπαγίτης,
31) Ρήγα ‘Αννα, Εφέτης,
32) Σακελλαροπούλου Μαρία, Εφέτης,
33) Σαλμανλή Μαρία, Πρωτοδίκης,
34) Σιμιτσή Μαρία, Πρόεδρος Εφετών,
35) Σισμανίδης Ελευθέριος, Πρόεδρος Εφετών,
36) Σπηλιωτοπούλου Αικατερίνη, Εφέτης,
37) Στρούζα- Ξένου ή Κοκολέτση Δημητρία, Αρεοπαγίτης,
38) Τουπαδάκη Ευαγγελία, Πρόεδρος Εφετών
39) Τσιρωνίδου Μαρία, Εφέτης,
40) Υφαντή Ασημίνα, Αρεοπαγίτης,
41) Χασιρτζόγλου Μαρία, Πρόεδρος Εφετών».