Τα κέρδη της Τουρκίας από τις διερευνητικές: Έβαλε στο τραπέζι αποστρατιωτικοποίηση των Ελληνικών νησιών, μείωση του Ελληνικού εναερίου χώρου στα 6 μίλια, «γκρίζες ζώνες», κ.ά.
Σταύρος Καλεντερίδης – διεθνολόγος
stavros.kal@gmail.com
Με την πρόσφατη επανεκκίνηση των περιβόητων διερευνητικών, η Άγκυρα κατάφερε να καταγράψει επιτυχώς τα αιτήματά της εις βάρος της Ελλάδας: αποστρατιωτικοποίηση των Ελληνικών νησιών, μείωση του Ελληνικού εναερίου χώρου στα 6 μίλια, «γκρίζες ζώνες», κ.ά.
Επρόκειτο για μια διπλωματική ήττα και μια παγίδα στην οποία έπεσε εθελουσίως η Ελληνική κυβέρνηση, παρέχοντας το δικαίωμα στην Τουρκία να εκφράσει δημόσια τις αξιώσεις της, οι οποίες κατεγράφησαν δυστυχώς σε διεθνές επίπεδο. Μετά από τις ανεκδιήγητες τουρκικές απειλές, η τραγική αποδοχή συνέχειας των διερευνητικών από μεριάς Ελλάδας, με νέο προγραμματισμένο γύρο επαφών, αποτελεί δυστυχώς μια μορφή νομιμοποίησης των εν λόγω παράνομων τουρκικών αιτημάτων. Μάλιστα όλα αυτά υπό το πρόσφατο φόντο της παραβίασης της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το τουρκικό ερευνητικό Όρουτς Ρέις. Μία παραβίαση η οποία διήρκησε για παραπάνω από έναν μήνα, και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων στη σύγχρονη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παράλληλα, αυτό που κανείς δεν τολμά να πράξει από μεριάς ελληνικής ηγεσίας, είναι να εκφράσει διεθνώς τα αιτήματα που σαφώς και έχει η Ελλάδα εναντίον της Τουρκίας, και τα οποία εδράζονται στο διεθνές δίκαιο και όχι στον ιμπεριαλισμό, όπως ισχύει στην περίπτωση της γείτονος. Πρόκειται για καθόλα νόμιμα αιτήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τον Ελληνισμό της Πόλης, την Ίμβρο, την Τένεδο, την Κύπρο, τη γενοκτονία των Ελλήνων, και τα νησιά της μικρασιατικής ακτής που παρανόμως κατέχει η Τουρκία.
Αντιθέτως, η εμμονή του Έλληνα πρωθυπουργού να μιλάει αφηρημένα για «οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών», προκαλεί εύλογες ανησυχίες. Ανησυχίες οι οποίες εντείνονται αν συνδυαστούν με την πρόσφατη επέκταση των χωρικών υδάτων αποκλειστικά στο Ιόνιο Πέλαγος – γεγονός που επιβεβαίωσε τις τουρκικές θέσεις περί ειδικών συνθηκών, γκριζάροντας έτσι το Αιγαίο. Υπό το σκεπτικό αυτό, και όπως όλα δείχνουν, τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας στο Αιγαίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία.
Επί της ουσίας, με τις διερευνητικές η Ελλάδα παρέχει την πλατφόρμα για να νομιμοποιηθούν οι ασυδοσίες και η παραβατικότητα της επεκτατικής Τουρκίας. Με τον επόμενο γύρο να έχει προγραμματιστεί για τα τέλη του μήνα ή τις αρχές Μαρτίου, δίνεται με ελληνική σφραγίδα πλήρης διπλωματική κάλυψη στην Τουρκία, πριν την επικείμενη σύνοδο των ηγετών της ΕΕ, στις 25 Μαρτίου.
Στο ίδιο πλαίσιο νομιμοποίησης της τουρκικής επιθετικότητας κινείται και η Λευκωσία με την αποδοχή διεξαγωγής νέας πενταμερούς για το Κυπριακό. Με το τουρκικό ερευνητικό Μπαρμπαρός και το γεωτρύπανο Γιαβούζ να βρίσκονται απειλητικά στη Μερσίνα, η κυβέρνηση Αναστασιάδη αποδέχθηκε τη διεξαγωγή νέου γύρου συνομιλιών με την κατοχική Τουρκία, στα μέσα του Μαρτίου, έτσι ώστε να ενισχυθεί το φιλειρηνικό προφίλ του Ερντογάν, μία ανάσα πριν τη σύγκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό είναι το σκηνικό υπό το οποίο χώρες όπως η Γερμανία, αξιοποιώντας τα επιχειρήματα που της προσφέρουν η Αθήνα και η Λευκωσία, αφήνουν το τουρκικό καθεστώς στο απυρόβλητο, επιτρέποντάς του να διεξάγει εισβολές, πολέμους και εγκλήματα.
Σαν να μην έφταναν τα ανωτέρω, η Κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε για ακόμα μια φορά να συμμετάσχει στην πενταμερή εκπροσωπώντας τους Ελληνοκύπριους και όχι ως νόμιμος εκπρόσωπος του διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο ίδιο πλαίσιο διαιώνισης των εθνοβόρων πρακτικών, Λευκωσία και Αθήνα εμμένουν μυωπικά στην καταστροφική διζωνική – δικοινοτική ομοσπονδία, η οποία θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για το Κυπριακό κράτος.
Η Λευκωσία οφείλει να ορίσει αμέσως εκπρόσωπο της ελληνοκυπριακής κοινότητας που θα συνδιαλέγεται διμερώς με τον εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων, και να αποκλείσει από κάθε συζήτηση τον εισβολέα που λέγεται Τουρκία. Αντίστοιχα, η Αθήνα έχει την υποχρέωση, ως εγγυήτρια δύναμη, να συνδράμει στην διαρκή καταγγελία της παραβατικής γείτονος, ενώ από κοινού τα δύο κράτη του Ελληνισμού, μπορούν να ασκήσουν αφόρητες πιέσεις στην Άγκυρα, φτάνει μόνο να εγκαταλείψουν την πολιτική παροχής κάλυψης στις διαρκείς και κλιμακούμενες ασυδοσίες της Τουρκίας.