Ἡ ὑπακοή εἶναι μία εὐρέως διαδεδομένη λέξη στόν ἐκκλησιαστικό κύκλο. Ἐπειδή ὅμως ὑπάρχει κάποια διαστρέβλωση τῆς ἔννοιας, θεωρήσαμε ὑποχρέωση νά ἀσχοληθοῦμε.

Κατ’ ἀρχάς ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Στήν ἀρνητική μορφή μᾶς προτρέπει στήν μή ὑπακοή στή σάρκα καί στίς ἐπιθυμίες. Ἀκολούθως ἀναφέρεται πολλές φορές στήν ὑπακοή στόν Θεό, στήν Πίστη, στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἀλήθεια, στό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ζητᾶ ὑπακοή στούς λόγους τῆς ἐπιστολῆς του. Θεσ. Β’. (δηλαδή στόν Λόγο τοῦ Χριστοῦ). Δέν ἀναφέρεται δηλαδή πουθενά γιά ὑπακοή σέ πρόσωπα.

Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ κοσμικῆς φύσεως παραινέσεις: Στήν Α’ ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Πέτρος προτρέπει τούς χριστιανούς: «Ὑποτάγητε οὖν πάση ἀνθρωπίνη κτίσει διά τόν Κύριον· εἴτε Βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι· εἴτε Ἠγεμόσιν…» ἐνῶ στό Κεφ. Γ’, ἀναφέρεται στίς γυναῖκες νά ὑποτάσσονται στόν ἄνδρα τους, ὅπως ἡ Σάρρα ὑπήκουε στόν Ἀβραάμ. Οἱ δοῦλοι νά ὑπακούουν στούς κυρίους τους (αὐτό δέν ὑπάρχει τώρα), καί τά τέκνα νά ὑπακούουν στούς γονεῖς τους, ὅταν βεβαίως αὐτοί βρίσκονται ἐν Χριστῶ.

Σ’ αὐτήν τήν τελευταία ἀναφορά βασίζεται καί ἡ  ὑπακοή τῶν μοναχῶν. Αὐτοί οἱ ὑπέροχοι καί ἀξιοζήλευτοι ἄνθρωποι, ἐπιλέγουν τήν ἀγγελική πολιτεία καί ὑπόσχονται (ὀρκίζονται) ἀκτημοσύνη, παρθενία καί ὑπακοή. Ὁ ἡγούμενος στά κοινοβιακά μοναστήρια εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ καί μόνον ἐκεῖ ὑφίσταται αὐτή ἡ ἔννοια. Στήν ἐνοριακή ζωή, (στόν κόσμο) ὄχι.

Ἀφορμή λάβαμε ἀπό κάποια ἐκ τῶν ἀμετρήτων περιστατικῶν πού ζοῦμε ὅλοι μας. α) Ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ἔγινε πρωτοσύγγελος, μᾶς εἶπε: Ὑπακοή ἀδελφοί μου στήν ἐκκλησία. Λέγοντας ἐκκλησία ἐννοοῦσε τόν ἐπίσκοπό του καί τόν ἑαυτό του, ἀγνοῶντας ὅτι ἐκκλησία ὅσο εἶναι αὐτός, ἴσως περισσότερο εἶναι καί οἱ ἄλλοι πιστοί. Καί μήπως ὁ ἴδιος καί ὁ ἐπίσκοπός του πρέπει νά κάνουν ὑπακοή στο ἐκκλησίασμα; β) Ἕνας ἄλλος ἱερέας εἶπε στόν ναό πού λειτουργεῖ, ὅτι ἡ ἐκκλησία εἶναι δομημένη ἐπάνω στήν ὑπακοή. Ἐννοῶντας βεβαίως ὑπακοή στόν ἴδιο καί ὅτι ὄλο τό ἐκκλησίασμα πρέπει νά τόν ὑπακούει τυφλά. Οἱ δοξασίες αὐτές εἶναι ἐκτροπή πρός τίς δυτικές αἰρέσεις, εἰσάγοντας τό πνεῦμα τῆς ἐξουσίας στήν ἐκκλησία, ἀντί γιά αὐτό τῆς διακονίας. γ) Μέ ἀφορμή τήν ΚΥΑ γιά τό φέρειν μάσκα λόγω κορωνοϊοῦ, ἕνας ἱερέας εἶπε: «Δέν θέλω στήν ἐκκλησία μου καρναβάλια». Αὐτό τό (μου) «L’ etat c’est moi», δείχνει ὄχι ἁπλῶς ἀπαίτηση ὑπακοῆς, ἀλλά ἰδιοκτησίας. Δηλαδή, ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες, ἡ Ἐκκλησία τῶν ἱερέων καί ἡ Ἐκκλησία τῶν λαϊκῶν, καί θά πρέπει ἡ δεύτερη νά ὑπακούει στήν πρώτη; Αὐτό τό «Ἱεροκράτος» τό κηρύττουν οι Παπικοί. Ἀντιθέτως μέ τήν  πυραμιδοειδῆ ἐξουσία τοῦ καισαροπαπικοῦ κράτους, στήν Ὀρθοδοξία ἡ πυραμίδα εἶναι ἀντεστραμένη: «ὁ θέλων πρῶτος εἶναι, ἔστω ἔσχατος, ὁ δεσπότης, ὡς ὁ διάκονος» (διάκονοι εἶναι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας). Ἐπίσης ἡ ὑπακοή εἶναι κανόνας στήν ἐβραϊκή Συναγωγή, ἀλλά όχι στήν Ὀρθόδοξη Εκκλησία. Ἡ ἐνοριακή ὑπακοή παραπέμπει σέ ἐξουσία καί κοσμικό φρόνημα. Στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἰσχύει ἡ ἀγάπη, τό παράδειγμα καί ἡ θυσία. Ἐκεῖ ἡ μόνη ὑπακοή πού ὑπάρχει, εἶναι ἡ ἠθελημένη ὑπακοή πρός ὅν βούλεται. Ὑπακοή στόν φίλο του, στήν σύζυγό του, στό παιδί του, στόν ὑφιστάμενό του, ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι πρός τό συμφέρον τοῦ ἄλλου, ἤ τοῦ ἰδίου, ἤ τοῦ συνόλου. Βεβαίως ἐξαίρεση εἶναι ὅταν ὑπάρχει διοικητική σχέση, ὅπου ἐκεῖ μπορεῖ νά εἶναι ὑποχρεωμένος νά ὑπακούει.

Ἐδῶ πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε τί σχέση ἔχουν οἱ ἰδιότητες γέροντας, ἐξομολόγος καί πνευματικός. Γέροντας ἔχει νόημα μόνον στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι ζητοῦν τήν ἄδεια του γιά τό παραμικρό. Στόν κόσμο τέτοια συνήθεια ἀντεδείκνυται. Ἐξομολόγος εἶναι ὁ ἱερέας ὁ ὁποῖος τελεῖ τό Μυστήριον τῆς Μετανοίας καί πού πρέπει νά εἶναι μόνιμος, ὅπως ὁ οἰκογενειακός γιατρός. Πνευματικός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος συμβουλεύει καί καθοδηγεῖ πνευματικά κάποιον καί μπορεῖ νά μήν εἶναι μόνον ἕνας. Συνήθως ταυτίζεται ὁ ἐξομολόγος μέ τόν πνευματικό, ἀλλά δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Αὐτός ἤ αὐτοί οἱ τελευταῖοι μπορεῖ νά εἶναι ἱερεῖς, μοναχοί ἤ καί λαϊκοί. Κάπου δηλαδή πού ἀναπαύεται ὁ πιστός. Ὁ ἐξομολόγος ὅπως καί ὁ πνευματικός παραινεῖ, συμβουλεύει, νουθετεῖ, πάντα ἀδελφικά καί δέν διατάζει. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Εἶμαι πατήρ σας (πνευματικός), ἐγώ σᾶς ἐγέννησα, παρακαλῶ ὑμᾶς…»

Ὅταν λοιπόν ὁ Μέγας Παῦλος παρακαλεῖ, ποιός εἶναι αὐτός μέσα στήν ἐκκλησία πού θά ἀπαιτήσει ὑπακοή στό πρόσωπό του; Παρομοίως ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «Ἀγαπητοί παρακαλῶ ὑμᾶς, ὡς παρεπιδήμους, ἀπέχεσθε τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν…».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ᾿Ομολογητής αναφέρει:* «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν καταργεῖ τήν διάκριση, ἀλλά καί ἡ διάκριση, στό πλαίσιο κλήρου καί λαοῦ δέν νοεῖται ὡς μία σχέση ἀνωτερότητας καί κατωτερότητας ἤ κυριαρχικότητας, ἀλλά διαφοροποίησης τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας πού εἶναι ὁ κόσμος.

Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς γράφει:** Μέσα στήν Ἐκκλησία οἱ διαφοροποιημένοι τρόποι συμβολῆς στό «κοινόν άθλημα» (ἡ διάκριση καί διαβάθμιση εὐθυνῶν, ἡ ἱεραρχική κλιμάκωση δυνατοτήτων, ὑποχρεώσεων, ἀρμοδιοτήτων) λειτουργοῦν ὄχι ὡς ὑπεροχή καί ἐπιβολή κάποιων «ὑπερτέρων» σέ κάποιους «ὑποδεέστερους» (ὅπως πάντοτε στό ἐξουσιαστικό φαινόμενο). Λειτουργοῦν οἱ ἱεραρχικές διακρίσεις μόνο ὡς λειτουργικές παραλλαγές τοῦ ἴδιου ἀθλήματος αὐθυπέρβασης καί αὐτοπροσφορᾶς. Εἶναι μέγιστη ἡδονή γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ἄσκηση ἐξουσίας, ἴσως ὑπέρτερη ἀπό κάθε ἄλλη.

Στην Ἐκκλησία πρέπει νά βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ἡ ταπεινότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἀνοχή, ἡ συγχώρεση, ἡ ἀδελφοσύνη. Καί ἡ διακονία ὅλων δέν πρέπει νά ἐμπεριέχει ἴχνος ἐξουσίας.

«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν». (Μαρκ. Η 34)

Λέγω δέ Χριστόν Ἰησοῦν διάκονον γεγενῆσθαι. (Ρωμ. ΙΕ 8)

Χάρης Δημοῦτσος

Δημοσιογράφος, διαχειριστής τῆς ἰστοσελίδας «Δεκέλεια Νews»

*  Ν. Ματσούκας, Κόσμος…Μάξιμο Ομολογητή, σελ. 224, 237

** Ἐνάντια στή θρησκεία, σελ. 74,76.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *