Διάβασα για την πρωτοβουλία μιας δασκάλας ( προφανώς κλασσική περίπτωση ελληνίδας μάνας του στυλ «ζακέτα πήρες;») να φέρνουν τα παιδιά του Δημοτικού στο σχολείο κουβερτούλες για να μην κρυώνουν τα πόδια τους λόγω των ελέω κορωνοϊού ανοικτών παραθύρων στις τάξεις! Και θυμήθηκα τη γενιά μου τη δεκαετία του 50 στην Αθήνα.
Τότε, που θέρμανση δεν υπήρχε στα δημόσια σχολεία αλλά ούτε και στην πλειονότητα των σπιτιών, το πολύ- πολύ καμμιά ξυλόσομπα με ανθρακίτη ή κοκ και σ’ ένα μόνο χώρο. Τότε, που τα περισσότερα από τα τουλάχιστον 60 παιδιά κάθε τάξης έπασχαν από αδενοπάθεια (φούσκωναν τα μαντού που έκαναν οι σχολίατροι) κληρονομιά από τους ταλαιπωρημένους κι εξασθενημένους γονιούς και παππούδες της Κατοχής. Τότε, που μας έδιναν υποχρεωτικά μουρουνέλαιο και μας μοίραζαν γάλα σε σκόνη, ολλανδικό τυρί και βούτυρο στα τενεκεδένια κύπελλα του νερού.
Τότε, που οι γάμπες μελάνιαζαν από το κρύο καθώς τ’ αγόρια φορούσαν κοντά παντελόνια και τα κορίτσια φούστες και κοντές κάλτσες, πολλές φορές πέδιλα και το χειμώνα ή «ελβιέλες» και τα όποια παλτουδάκια ήσαν πλεχτά ή καμωμένα από παλιές στρατιωτικές κουβέρτες. Τότε, που τ’ αυτιά και τα δαχτυλάκια κοκκίνιζαν απ’ τις χιονίστρες γιατί βέβαια ούτε λόγος για γάντια και σκούφους και μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού τα τυχερά παιδιά που διέθεταν αδιάβροχο και γαλότσες. Τότε, που όταν επέστρεφαν απ’ το σχολείο στα περισσότερα σπίτια δεν τα περίμεναν όχι σνακς και λιχουδιές αλλά ούτε καν επαρκές φαγητό.
Τότε, που βιβλία και γραφική ύλη ήσαν είδος πολυτελείας κι οι δάσκαλοι κι οι καθηγητές που αγωνίζονταν κάτω απ’ τις ίδιες αντίξοες συνθήκες για τη μόρφωση των ελληνόπουλων έπαιρναν «τρεις κι εξήντα», χώρια ο φόβος του επιθεωρητή.. Όμως τα σχολεία και τα δημόσια κτίρια έλαμπαν χωρίς γκράφιτι, αφίσες και λοιπούς βανδαλισμούς. Άντε το όνομα της εκλεκτής ή του εκλεκτού ή καμμιά καρδιά με βέλος ζωγραφισμένη στο θρανίο από κάποιον ερωτοχτυπημένο…
Για να μη μιλήσω για τις συνθήκες στην επαρχία. Ο μακαρίτης ο άνδρας μου για να πάει στο γυμνάσιο περπατούσε 10 χιλιόμετρα διασχίζοντας το έλος του Μουστού, κι όταν γύριζε στο σπίτι του μουσκεμένος και ξεπαγιασμένος, όπως κι οι υπόλοιποι συμμαθητές του, έπρεπε τις περισσότερες φορές να τηγανίσει μόνος του πατάτες με κανένα αυγό για να φάει , καθώς η μάνα του ήταν απ’ τα χαράματα στο χωράφι.
Κι όμως αυτή η γενιά η στερημένη και ταλαιπωρημένη είναι εκείνη που ανόρθωσε την καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα και την παρέδωσε στη σημερινή γενιά ακμαία και δυνατή δημιουργώντας μια κοινωνία με θαυμαστή ευμάρεια. Σήμερα τα σχολεία στο σύνολό τους τα σχολεία θερμαίνονται, υπάρχει υπερεπάρκεια διδακτικών μέσων, οι τάξεις είναι ολιγομελείς κι οι μισθοί των εκπαιδευτικών έχουν κατά πολύ βελτιωθεί. Κι όμως, τα καλοζωϊσμένα και καλοντυμένα βλαστάρια μας χρειάζονται, λέει, κουβερτούλες για ν’ αντέξουν το κρύο!
Θα μου πείτε, τι θες; Να ξαναγυρίσουμε σ’ εκείνες τις χαλεπές εποχές; Όχι βέβαια, ο κόσμος πάει μπροστά. Ας προσέξουμε όμως, ο «συβαριτισμός» και η λογική της «ήσσονος προσπάθειας» στις κοινωνίες ποτέ δεν βγήκε σε καλό.
Βαρβάρα Ταβλαρίδου Μπακάλη