Οι κατ’ επάγγελμα αγωνιστές, μέσα στον παροξυσμό τους για να κερδίσουν νέα επαναστατικά παράσημα, να εγγράψουν νέες σελίδες διεκδικήσεων, να κολλήσουν ένδοξα κομματικά ένσημα και να επιβεβαιώσουν το ταξικό φρόνημα μέσω των κινητοποιήσεων τους, δεν τα βάζουν πια με το σύστημα.
Δεν τα βάζουν πια με τον καπιταλισμό, με τον ιμπεριαλισμό, με το κεφάλαιο, με τους «στυγνούς εργοδότες», με τους «γερμανοτσολιάδες», ή με ότι τους κατεβαίνει στο κεφάλι. Τα βάζουν με μια κοινωνία, που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της, απέναντι στην πανδημία. Τα βάζουν με μια κοινωνία που είναι εξουθενωμένη από τις δυσκολίες που βίωσε κατά τη διάρκεια τηw τελευταίας δεκαετίας. Τα βάζουν με μια κοινωνία που παλεύει για την ίδια τη ζωή της. Με μια κοινωνία που κάθε μισή ώρα χάνει και ένα μέλος της.
Όσο για τη επέτειο, απλά θα αναδημοσιεύσω την ανάρτηση του Ηρακλή Δημόπουλου, ενός από τους δεκάδες φοιτητές που είχαν λάβει μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973, στην οποία δίνει αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους καπηλεύονται ασύστολα τα γεγονότα της εποχής:
«Αν ήξερα τι θα ακολουθήσει και σε ποιων τομαριών τα χέρια έμελλε να πέσει το “Πολυτεχνείο”, θα είχα κάτσει το 1973 στο σπίτι μου.
Κάναμε κάτι ελάχιστο σε σύγκριση με άλλα ιστορικά γεγονότα και απλά γίναμε το “συλλογικό άλλοθι ενός λαού επαναπαυμένου, που δεν αντιστάθηκε στη χούντα, αλλά μεταχουντικά ενέταξε εαυτόν στον μύθο της μαζικής λαϊκής αντίστασης”, όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Γιάννης Σιδέρης.
Δεν ήμασταν όμως σαν τους σημερινούς επετειολάγνους, ιδεοληπτικοί, αντισυστημικοί, επαναστάτες, αναρχικοί, κομμουνιστές ή αντιεξουσιαστές. Παιδιά του συστήματος ήμασταν και μετά συνεχίσαμε τις ζωές μας κανονικά, γίναμε μηχανικοί, έμποροι, γιατροί, καθηγητές, επιχειρηματίες, κάναμε καριέρες και οικογένειες και γενικά παραμείναμε στο “σύστημα”, ακόμα και αυτοί που πουλώντας ολίγον “Πολυτεχνείο”, έγιναν δημοσιογράφοι, βουλευτές, υπουργοί και επίτροποι στην ΕΕ.
Αυτοί είναι οι “Ήρωες του Πολυτεχνείου”, εκτός αν ήρωας γίνεσαι μόνον αν χωρίς να έχεις συμμετοχή, σκοτωθείς από σύμπτωση…
Για όλα αυτά ήμουν και είμαι αντίθετος με την μεγαλοποίηση της νεανικής μας “εξέγερσης” και την ανάγκη εορτασμού της επετείου της, ιδίως εν μέσω πανδημίας.»