Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή

Στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς την κοινή γνώμη απασχολεί κυρίως η πανδημία και το πώς θα προφυλαχθεί από αυτήν -οι έχοντες κάποια ηλικία, λόγω του φόβου και της μοναξιάς από την τήρηση των μέτρων βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάθλιψης- και δευτερευόντως τα ελληνοτουρκικά. Έτσι περνάει σχεδόν απαρατήρητη, στα ψιλά των εφημερίδων όπως λέγαμε παλιά, η αύξηση της εγκληματικότητας με τις διάφορες μορφές της, από πράξεις βίας κυρίως κατά ηλικιωμένων, κλοπών, ληστειών, μέχρι απάτης σε βάρος αδυνάμων, ενώ  εμφανίσθηκαν από ημεδαπούς και τα πρώτα κρούσματα ηλεκτρονικής απάτης.

Φαίνεται ότι οι δράστες κυρίως των σκληρών εγκληματικών πράξεων με χρήση βίας είναι αλλοδαποί Βαλκάνιοι (Αλβανοί) ή Γεωργιανοί με συνεργάτες ημεδαπούς, που σχηματίζουν συμμορίες και έχουν μοιράσει μεταξύ τους την επικράτεια σε επιχειρησιακούς τομείς και αντλούν πληροφορίες, κρησφύγετα και κάλυψη από ημεδαπούς που έχουν σχέση με τη νυκτερινή ζωή. Έτσι εξηγείται η αδυναμία της αστυνομίας να τους εντοπίσει ακόμα και σε μικρά μέρη, όπως η Μύκονος, μολονότι οι αλλοδαποί δράστες δεν είναι πολίτες υπεράνω υποψίας, αλλά αυτοί που τους καλύπτουν κατά τεκμήριο είναι και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει τουλάχιστον ανοχή ή συνενοχή αστυνομικών.

Φυσικά, η αστυνομία αντιμετωπίζει διάφορες εγγενείς δυσχέρειες, όπως την απασχόληση για τη διενέργεια διαφόρων ασχέτων λειτουργιών, από την επίδοση δικογράφων έως τη φύλαξη υψηλών προσώπων, που κάθε κυβέρνηση μόλις αναλάβει την εξουσία υπόσχεται να περιορίσει και αμέσως το ξεχνά, την έλλειψη επαρκών μέσων, τις αυστηρές εντολές για την άσκηση εξουσίας με διακριτικότητα έναντι κοινωνικών ομάδων που δεν αναγνωρίζουν την έννομη τάξη ή έχουν δικό τους σύστημα αξιών, και έχουν δημιουργήσει διάφορα γκέτο στα οποία δεν μπορούν να εισέλθουν αστυνομικοί ως ταξικοί εχθροί, αλλά και τα φώτα της δημοσιότητας που υπερτονίζουν κάθε κίνηση των αστυνομικών και ζητούν την τιμωρία τους, πράγμα που τους δημιουργεί διστακτικότητα για την εκτέλεση του καθήκοντος. Με την πάροδο του χρόνου όμως, η παλιά εχθρότητα κατά των αστυνομικών έχει ξεπεραστεί σχεδόν στο σύνολο των πολιτών, που τους αποδέχεται φιλικά.

Είναι όμως γεγονός ότι υπάρχει πικρία και παράπονο στους αστυνομικούς, γιατί, ενώ με κίνδυνο της ζωής τους συλλαμβάνουν επικίνδυνους και κατά επάγγελμα κακοποιούς που δρουν ακόμα με σύσταση συμμορίας, όταν τους προσάγουν στο δικαστήριο και κατά την αυτόφωρη διαδικασία οι δικαστές τους αφήνουν ελεύθερους ή όταν προσάγονται κατά την τακτική ανάκριση δεν κρατούνται προσωρινά, αλλά αφήνονται ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους και με την καταβολή όχι πολύ υψηλών εγγυήσεων, που συνήθως πληρώνονται από τα κλεμμένα από τα οποία πληρώνονται και αμοιβές άλλων, πράγμα που ενδεχομένως να αποτελεί το αδίκημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος αν αποδειχθεί η γνώση για την προέλευση των χρημάτων.

Η αλήθεια για τις παραπάνω αιτιάσεις δεν είναι τόσο απλή, επειδή τις περισσότερες φορές οι δικαστές εφαρμόζοντας τις πολύ ευνοϊκές για τους κατηγορουμένους διατάξεις του νέου Π.Κ. και Κ.Π.Δ., που νομίζεις ότι γράφτηκαν όχι για την επίτευξη των σκοπών της ποινής και της δημόσιας ασφάλειας των πολιτών, αλλά για πλήρη ατιμωρησία, αναγκάζονται, αναβάλλοντας την εκδίκαση της υπόθεσης να αφήσουν ελεύθερους τους κατηγορουμένους με αστείους περιοριστικούς όρους μέχρι να δικασθούν, έστω σε ρητή δικάσιμο κατά την οποία είναι βέβαιο ότι ο σκληρός αλλοδαπός εγκληματίας δεν θα εμφανισθεί. Θα μπορούσαν όμως π.χ. όταν ο δράστης συλλαμβάνεται και προσάγεται να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία και ζητήσει αναβολή εκδικάσεως για τρεις ημέρες, να διατηρήσουν την κράτησή του κατά το άρθρο 423 Κ.Π.Δ. Αυτό όμως, απαιτεί σύμφωνη εισήγηση του εισαγγελέως και δικαστικό σθένος, ώστε να μη πτοείται ο δικαστής από τις παντός είδους απειλές, ακόμα για αναφορές στον Α.Π., ότι είναι σκληρός δικαστής ή έδειξε υπερβολικό ζήλο (το είδαμε και αυτό).

Με το άρθρο 74 του προηγούμενου Π.Κ. προβλεπόταν η απέλαση του αλλοδαπού με δικαστική απόφαση, που απαγγέλλονταν ως μέτρο ασφαλείας μαζί με την ετυμηγορία για ποινικό αδίκημα. Οι διατάξεις ήταν πολύ λεπτομερείς και προστάτευαν πλήρως τον αλλοδαπό και την πολιτεία, γιατί ο αλλοδαπός κρατείτο και η απέλαση εκτελείτο με την αποφυλάκισή του. Με τον νέο Π.Κ. η επιτυχής και αποτελεσματική αυτή διάταξη καταργήθηκε ρητά, με αποτέλεσμα ο δράστης, αλλοδαπός κακοποιός ακόμα και επικίνδυνος, μετά την έκτιση της ποινής να μπορεί να κυκλοφορεί και να συνεχίζει την εγκληματική του δράση ελεύθερα στη χώρα ώσπου να ξανασυλληφθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι χάριν των ευεργετικών νόμων κυρίως του ν.Παρασκευόπουλου και του νέου Π.Κ. πολλοί αποφυλακίστηκαν, αφού είχαν εκτίσει πολύ μικρό μέρος της ποινής (π.χ. παιδεραστής με καταδίκη 23 χρόνια αποφυλακίστηκε με την έκτιση τριών ετών της ποινής).

Πλέον, για την απέλαση των αλλοδαπών προβλέπεται η διαδικασία της διοικητικής απέλασης, που προϋποθέτει σύλληψη του αλλοδαπού που είχε αφεθεί ελεύθερος, που συνήθως γίνεται με την διάπραξη νέων εγκληματικών πράξεων. Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει ποιο σκοπό εξυπηρετεί η κατάργηση της παραπάνω ποινικής διαδικασίας απέλασης των αλλοδαπών. Σε κάθε περίπτωση όμως, η προηγουμένη διάταξη πρέπει να θεσπισθεί εκ νέου, εάν δεν θέλουμε οι συμμορίες των αλλοδαπών εγκληματιών, συλλαμβανόμενοι και αφηνόμενοι ελεύθεροι, να λυμαίνονται τη χώρα.

Στο ποινικό σύστημά μας, προβλέπεται ακριβής προσδιορισμός των ποινικών αδικημάτων και το εύρος της ποινής για καθένα από αυτά που επιβάλλεται στο δράστη από τον δικαστή, που σταθμίζει τις από το νόμο προβλεπόμενες περιστάσεις. Με τον προηγούμενο Π.Κ. προβλέπονταν οι στερητικές της ελευθερίας ποινές και η χρηματική ποινή. Με το νέο Π.Κ. θεσπίσθηκε ως ποινή η προσφορά κοινωφελούς εργασίας, αλλά με τον ν.4623/2019 ανεστάλη η ισχύς των σχετικών διατάξεων, γιατί δεν υπήρχαν οι δομές για την επιβολή της. Με το άρθρο 82 του παλιού Π.Κ. προβλέπονταν ότι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές μέχρις ορισμένου ύψους μπορούσαν να μετατραπούν σε χρηματικές ποινές. Με την μετατροπή αυτή το ΤΑΧΔΙΚ εισέπραττε σημαντικά ποσά και μπορούσε να χρηματοδοτήσει τα έργα του, ήταν όμως και μία διέξοδος για να μην εγκλείονται στη φυλακή οι καταδικαζόμενοι για ελαφρά πλημμελήματα. 

Με τον νέο Π.Κ. καταργήθηκε η δυνατότητα μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ποινές και αντί αυτής θεσπίσθηκε η μετατροπή των ποινών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Η ισχύς της διάταξης αυτής ανεστάλη. Κατόπιν αυτού οι καταδικαζόμενοι σε ποινές φυλάκισης μέχρι τριών ετών, διά αδικήματα που τελέστηκαν μετά την 1η-6-2019, εφόσον δεν προβλέπεται η μετατροπή των ποινών, πρέπει να εγκλείονται στις φυλακές. Το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει διαφανεί ακόμα, γιατί τα σχετικά αδικήματα βρίσκονται στο στάδιο της προδικασίας, αλλά στο άμεσο μέλλον θα προκύψει οξύ κοινωνικό ζήτημα, γιατί οι καταδικαζόμενοι με μικρές ποινές θα εγκλείονται στις φυλακές, που ήδη λόγω κορεσμού δεν επαρκούν. Ως μόνη λύση επιβάλλεται να θεσπισθεί εκ νέου έγκαιρα η μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ποινές, γιατί οι δομές που απαιτούνται για να λειτουργήσει ο θεσμός της προσφοράς κοινωφελούς εργασίας δεν πρόκειται στο προβλεπτό μέλλον να δημιουργηθούν.

Για να πετύχει γρήγορη και σωστή απόδοση της δικαιοσύνης ο δικαστής χρειάζεται εργαλεία, που το κυριότερο είναι πλήρης και αποτελεσματική νομοθεσία. Πιστεύω ότι εάν υλοποιηθούν οι παραπάνω σκέψεις μου και όσα σε προηγούμενα άρθρα είχα προτείνει και θεσπισθούν οι κατάλληλες διατάξεις, θα ενισχυθεί κατά πολύ το νομικό οπλοστάσιο προς όφελος της δικαιοσύνης και της κοινωνίας. Αρκεί ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης να αντιληφθεί τα προβλήματα και να σπάσει αυγά, σε σύγκρουση με τις συντεχνίες (δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών γραμματέων) σε πολλά επίπεδα.

*Ο κ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *