Πίσω στο 1913 η Αμερική φάνταζε η γη της επαγγελίας για πολλούς. Άνθρωποι από όλη την Ευρώπη αλλά και την Ασία μετανάστευσαν μαζικά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στις ΗΠΑ, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Ανάμεσα σε αυτούς και 450 χιλιάδες Έλληνες οι οποίοι έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι τη περίοδο 1900 με 1917. Οι δουλειές που στόχευαν εκείνη την περίοδο οι μετανάστες ήταν ο σιδηρόδρομος, ο οποίος αναπτυσσόταν στα δυτικά καθώς και τα ορυχεία. Τα πιο γνωστά ήταν αυτά του Κολοράντο, στο οποίο λειτουργούσαν εκείνη την περίοδο πολλά ανθρακωρυχεία. Εκεί έβρισκαν εργασία χιλιάδες μετανάστες σε πολύ κακές συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα στο νότιο Κολοράντο.
Οι εταιρείες εκεί είχαν δημιουργήσει μικρές πόλεις διάσπαρτες, κοντά στα ορυχεία, για την διαμονή των εργατών. Σε αυτές τις πόλεις όλα ανήκαν στην εταιρεία. Από τα σχολεία μέχρι τα μπακάλικα και τα σαλούν. Η συνήθης τακτική ήταν η πληρωμή των εργατών να γίνεται σε ένα ειδικό εταιρικό νόμισμα που ονομαζόταν «σκριπτ» και το οποίο είχε αντίκρισμα μόνο στις επιχειρήσεις της εταιρείας που βρισκόταν σε αυτές τις πόλεις. Μάλιστα η εταιρεία υπερκοστολογούσε τα προϊόντα, αφού οι εργάτες δεν διέθεταν δολάρια, ώστε να αγοράσουν τα αντίστοιχα προϊόντα από αλλού σε χαμηλότερη τιμή.
Ταυτόχρονα, η εργασία στα ορυχεία ήταν δύσκολη και πολύ επικίνδυνη. Δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας και εάν κάποιος πέθαινε στο ορυχείο, αφού τον απομάκρυναν από την υπόγεια στοά, τον παράταγαν έξω από αυτό, μέχρι να τελειώσει η βάρδια χωρίς να ενημερώσουν την οικογένεια του εκλιπόντα, ώστε η παραγωγή να συνεχίζεται αδιάκοπα. Παράλληλα, δεν τηρούταν κάποιο ωράριο με τους εργάτες να δουλεύουν έως και 14 ώρες. Αυτή η κατάσταση, όπως ήταν φυσικό οδήγησε στις μεγάλες απεργίες του 1913 και 1914 στις οποίες ηγέτες της ήταν ο Τζων Λώσον και ο κρητικός Λούις Τίκας.
Το πραγματικό του όνομα του Λούη Τίκα είναι Ηλίας Αναστάσιος Σπαντιδάκης και γεννήθηκε στα Λουτρά Ρεθύμνου στις 13 Μαρτίου του 1886. Όπως πολλοί συμπατριώτες του, έτσι και αυτός μετανάστευσε στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Εκεί βρίσκεται να έχει το καφενείο της κοινότητας στην περιοχή του, που μαζεύονταν όλοι οι Έλληνες. Στο πρόσωπο του Τίκα βρίσκουν το άτομο το οποίο τους εξηγεί τη ζωή στην Αμερική και τους βοηθάει, όποτε αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα. Το 1912 άφησε το καφενείο και δουλεύει στα ορυχεία του Φρέντερικ στο βόρειο Κολοράντο. Εκεί κέρδισε την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων Ελλήνων εργατών, τους οποίος οδήγησε σε απεργία τον ίδιο χρόνο. Μάλιστα, τους προέτρεψε να γίνουν μέλη στο σωματείο των ανθρακωρύχων, όπου εκείνος γίνεται οργανωτής και διερμηνέας. Ο Τίκας ως αρχηγικό μέλος του Σωματείου αγωνίζεται και μαζεύει στοιχεία για τους τραυματισμούς και θανάτους εργαζομένων πιέζοντας την εργοδοσία για αλλαγές. Υποστηρίζει ότι εάν αυτές δεν γίνουν, θα οδηγηθούν σε βιομηχανικό πόλεμο. Όμως η γνωστή οικογένεια Ροκφέλερ στην οποία ανήκουν τότε τα περισσότερα ορυχεία, αρνείται να κάνει πίσω.
Όμως η ένταση δεν αργεί να φουντώσει. Το 1913 ξεκινάει στο Λάντλοου μια μεγάλη απεργία, και το σωματείο βρίσκεται γρήγορα στο πλευρό των εργατών και τους οργανώνει. Στήνουν σκηνές σε σημείο που εμποδίζεται η είσοδος στο ορυχείο, στις οποίες θα διαμείνουν οι εργάτες με τις οικογένειες τους όσο διαρκέσει η απεργία. Τα αιτήματα των εργατών ήταν:
- Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
- Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
- Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
- Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
- Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το «σκριπτ», όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η εργοδοσία, αφού αρχικά απέτυχε να βάλει απεργοσπάστες να δουλέψουν στο ορυχείο, οργάνωσε μισθοφόρους οι οποίοι με τακτικές εκφοβισμού προσπαθούσαν να σπάσουν το ηθικό των απεργών και των οικογενειών τους. Σταδιακά η κατάσταση οξύνθηκε τους επόμενους μήνες, με την εθνοφρουρά να κάνει την εμφάνιση της. Αρχηγός της ήταν ο λοχαγός Καρλ Λίντερφελντ, ο οποίος είχε εχθρικά αισθήματα προς τους απεργούς και ιδιαίτερα τον Τίκα. Η κατάσταση ξέφυγε στις 20 Απριλίου του 1914 όταν η εθνοφρουρά παράταξε πολυβόλα στους λόφους γύρω από τον καταυλισμό απειλώντας τις σκηνές των απεργών. Εκείνοι αντέδρασαν παίρνοντας τα όπλα τους και η μάχη ξεκίνησε. Τότε ο Τίκας πήγε στο λοχαγό Λίντερφελντ ζητώντας του κατάπαυση του πυρός. Εκείνος έδωσε διαταγή να σκοτώσουν τόσο τον Τίκα και τους άλλους δύο που τον συνόδευαν. Ταυτόχρονα, έβαλαν φωτιά στις σκηνές των απεργών, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο 18 άτομα, 11 εκ των οποίων παιδιά 3 μηνών μέχρι 11 ετών. Την επόμενη μέρα όταν οι απεργοί βρήκαν τα πτώματα του Τίκα και των υπολοίπων, ξεκίνησαν 10 ημέρες άγριων συμπλοκών με δεκάδες θύματα και καταστροφές, οι οποίες σταμάτησαν μόνο μετά την εμφάνιση του ομοσπονδιακού στρατού στη περιοχή.
Η κηδεία του Λούη Τίκα έγινε στις 27 Απρίλιου του 1914 με χιλιάδες εργάτες να παρευρίσκονται στη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Τίκας έτσι θα περνούσε στην αθανασία ως σύμβολο των αγώνων των εργατών στη βιομηχανία για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Όταν η απεργία στο Λάντλοου ξεκίναγε και οι πρώτες σκηνές στήνονταν έξω από το ορυχείο ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου του 1913.