Κώστας Τσίβος
Το τσεχοσλοβάκικο κράτος ιδρύθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1918, λίγες ημέρες πριν τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, ως συνέπεια της διάλυσης της πολυεθνικής αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η νεότευκτη Τσεχοσλοβακία γνώρισε μια περίοδο οικονομικής ακμής και η χώρα συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των οικονομικά πλέον αναπτυγμένων χωρών της εποχής. Επιπλέον, η Τσεχοσλοβακία ιδρύθηκε ως κοινοβουλευτική δημοκρατία και ως τέτοια παρέμεινε για μια ολόκληρη εικοσαετία, δηλαδή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του 1938, ημερομηνία υπογραφής του Συμφώνου του Μονάχου. Στη διάσκεψη του Μονάχου οι ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, σε συνεννόηση με εκείνους της Βρετανίας και της Γαλλίας, αποφάσισαν να παραχωρήσουν στον Χίτλερ τις παραμεθόριες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας, στις οποίες πληθυσμιακά υπερτερούσαν οι Γερμανοί της Τσεχοσλοβακίας, οι λεγόμενοι Σουδήτες.
Στη σημερινή Τσεχία, ένα από τα δυο διάδοχα κράτη που προέκυψε από το «βελούδινο διαζύγιο» της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας, για τον χαρακτηρισμό του Συμφώνου του Μονάχου χρησιμοποιείται η έκφραση «προδοσία του Μονάχου», προκειμένου να χαρακτηριστεί η προδοσία της Βρετανίας και κυρίως της Γαλλίας, οι οποίες προπολεμικά δεν δίστασαν να θυσιάσουν τη σύμμαχο και δημοκρατική Τσεχοσλοβακία, με σκοπό να «κατευνάσουν» τον Χίτλερ. Το ίδιο συχνά χρησιμοποιούνται επίσης οι χαρακτηρισμοί «τραύμα του Μονάχου» ή «κόμπλεξ του Μονάχου» προκειμένου να αποδοθεί η ηττοπάθεια που διέκρινε την τότε τσεχοσλοβάκικη ηγεσία, η οποία μολονότι διέθετε αξιόμαχο και καλά εξοπλισμένο στρατό (περί το 1,3 εκατομμύριο άνδρες), συγκατάνευσε στην παράδοση των γερμανόφωνων περιοχών της Σουδητίας στον Χίτλερ χωρίς να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό. Ποια ήταν όμως τα αίτια που οδήγησαν στην υπογραφή του Συμφώνου του Μονάχου;
Η Τσεχοσλοβακία δημιουργήθηκε το 1918 υπό ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες με την υποστήριξη της Αντάντ και κυρίως του τότε αμερικανού Προέδρου Ουόντροου Ουίλσον, ο οποίος διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με τον Τόμας Γκέρυκ Μάσαρυκ, πανεπιστημιακό και ηγέτη του κινήματος για την ανεξαρτητοποίηση της Τσεχοσλοβακίας. Το νέο κράτος ιδρύθηκε στη βάση της «τσεχοσλοβάκικης εθνικής ιδέας», δηλαδή ενός έθνους το οποίο δημιουργήθηκε τεχνηέντως, όπως και η τσεχοσλοβάκικη γλώσσα, προκειμένου οι Τσέχοι να υπερφαλαγγίσουν το πολύ ισχυρό και οικονομικά ιδιαίτερα δυναμικό γερμανικό στοιχείο. Οι Σουδήτες Γερμανοί δεν αποδέχτηκαν την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας στα δρώμενα της χώρας, στην οποία συγκατοικούσαν με τους Τσέχους από τις αρχές του Μεσαίωνα, καθώς και την υποβάθμισή τους σε ρόλο παρατηρητή.
Το Λονδίνο απασχολημένο με τα προβλήματα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τα σκάνδαλα της βασιλικής αυλής, υιοθέτησε στην Ευρώπη την «τακτική του κατευνασμού» (appeasement), την στιγμή που η χιτλερική Γερμανία «ανέβαζε στροφές» επιζητώντας διεύρυνση του ζωτικού της χώρου (Lebensraum) προς την Ανατολή. Ο δρόμος ανατολικά περνούσε υποχρεωτικά μέσω Τσεχοσλοβακίας και ο μοχλός για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν ήταν άλλος από την αξιοποίηση των Σουδητών Γερμανών της Τσεχοσλοβακίας.
Στο μεταξύ, ο Χίτλερ εκμεταλλευόμενος την παθητική στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας εμπέδωσε την στρατιωτική συμμαχία με την φασιστική Ιταλία, ενώ επενέβη στην Ισπανία υποστηρίζοντας τον ομοϊδεάτη του Φράνκο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας, κι ενώ κορυφαία στελέχη των ναζί έσπευδαν να καθησυχάσουν τη βρετανική κυβέρνηση, ότι οι απαιτήσεις τους ικανοποιήθηκαν και ότι δεν έχουν πρόθεση περαιτέρω επέκτασης, ο ίδιος ο Χίτλερ ανακοίνωνε στους έκπληκτους στρατηγούς του την «αμετάκλητη απόφαση» για διάλυση της Τσεχοσλοβακίας με τη χρήση στρατιωτικής βίας.
Ο Χίτλερ στο σχετικό διάταγμα που υπέγραψε για τη στρατιωτική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, την οποία σχεδίαζε στις αρχές Οκτωβρίου του 1938, έκανε λόγο για πρόκληση θερμού επεισοδίου που θα επέτρεπε την επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων.
Η επικύρωση των γερμανικών επιδιώξεων προκάλεσε απογοήτευση όχι μόνο στους Τσεχοσλοβάκους πατριώτες και στους δημοκράτες Γερμανούς, αλλά παραδόξως και στην ίδια την ηγεσία των Σουδητών. «Θεούλη μου, αυτοί μας τάδωσαν όλα!» φέρεται να κραύγασε ο Καρλ Χέρμαν Φρανκ, υπαρχηγός του Χένλαϊν.
Η Σοβιετική Ρωσία προέβη σε διπλωματικά διαβήματα προς το Παρίσι και το Λονδίνο, προτρέποντας τις δυο χώρες να συνασπισθούν μαζί της προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιθετικές διαθέσεις του Χίτλερ. Σε ότι αφορά την υπεράσπιση της Τσεχοσλοβακίας, η Μόσχα έθετε ως προϋπόθεση για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας την εμπλοκή της Γαλλίας σε πόλεμο με τη Γερμανία. Η γαλλική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Εντουάρ Νταλαντιέ, αποδυναμωμένη από τις εσωτερικές διαμάχες και τη διαφαινόμενη απροθυμία του Τσάμπερλεϊν να συνταχθεί μαζί της, αποφάσισε οριστικά να μην επιτεθεί στη Γερμανία.
Εν τω μεταξύ την ίδια μέρα, 15 Σεπτεμβρίου 1938, ο βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν πραγματοποίησε απρόσμενα το πρώτο αεροπορικό του ταξίδι κατευθυνόμενος από το Λονδίνο προς στο Μπερχτεσγκάντεν με σκοπό να αποτρέψει τον Χίτλερ από τα επιθετικά του σχέδια. Ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε το ταξίδι αυτό «ως τη μεγαλύτερη βλακεία της ιστορίας», ο Τσάμπερλεϊν ωστόσο ήταν πεπεισμένος ότι η επιτυχής έκβαση της αποστολής του θα απέτρεπε μια νέα πολεμική περιπέτεια μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας. Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι οι πασιφιστικές τάσεις, τις οποίες αντιπροσώπευε ο Τσάμπερλεϊν, ανταποκρίνονταν στις διαθέσεις της συντριπτικής πλειονότητας όχι μόνο των Βρετανών και των Γάλλων, αλλά και των ίδιων των Τσέχων! Η «ειρηνευτική αποστολή» του Τσάμπερλεϊν στη Γερμανία χαιρετίστηκε ενθουσιωδώς από το σύνολο των βρετανικών εφημερίδων. Μόνο ένας διαδηλωτής βρέθηκε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου με ένα πλακάτ που έγραφε «Υπερασπίσου την Τσεχοσλοβακία. Όχι υποχωρήσεις στον Χίτλερ!» Στην ίδια την Τσεχοσλοβακία μόνο δυο αντιπολιτευόμενα κόμματα, οι κομμουνιστές και δεξιοί εθνικιστές, εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν τη χώρα, ανεξαρτήτως από το εάν θα έφτανε ή όχι βοήθεια από το εξωτερικό. Αθροιζόμενες, οι δυο παρατάξεις εκπροσωπούσαν μετά βίας το 20% του εκλογικού σώματος!
Οι ηγέτες της Βρετανίας και της Γαλλίας, σφιχτά προσδεμένοι στην «πολιτική του κατευνασμού», επέλεξαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του Χίτλερ. Aξιοποιώντας το εμπιστευτικό σχέδιο του Μπένες, άρχισαν να πιέζουν την τσεχοσλοβάκικη πλευρά να παραχωρήσει στη Γερμανία τις περιοχές εκείνες, όπου οι Σουδήτες αποτελούσαν το 51% του πληθυσμού. Ενόσω η κατάσταση στη Σουδητία προσέλαβε χαρακτήρα ανοιχτής σύγκρουσης, ο Μπένες αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της ηγεσίας του τσεχοσλοβάκικου στρατεύματος για κήρυξη επιστράτευσης. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να προκληθεί βαθιά απογοήτευση σε εκείνα τα πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη που επέμειναν στην επίδειξη πατριωτικής στάσης. Αρκετοί κυβερνητικοί παράγοντες υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, με αποτέλεσμα να προκληθεί κυβερνητική κρίση. Η ηττοπαθής στάση του Έντουαρντ Μπένες αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο συζήτησης και αντικρουόμενων ερμηνειών.
Η «τσεχοσλοβάκικη κρίση» κορυφώθηκε μετά τη νέα επίσκεψη που πραγματοποίησε ο βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεϊν στις 22 Σεπτεμβρίου στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, όπου έκπληκτος διαπίστωσε ότι ο Χίτλερ ζητούσε πια όχι μόνο την προσάρτηση της Σουδητίας, αλλά και την εκδίωξη όλων των μη Γερμανών από την περιοχή. Κατόπιν τούτου, η Τσεχοσλοβακία, με διαλυμένη ουσιαστικά την πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία, κήρυξε τελικά επιστράτευση, ενώ σε μερική επιστράτευση προέβησαν επίσης η Βρετανία και η Γαλλία. Τόσο ο Χίτλερ, όσο και οι επιτελείς του είχαν λάβει, ωστόσο, εμπιστευτικές πληροφορίες από κορυφαία στελέχη της βρετανικής διπλωματίας, ότι το Λονδίνο, και κατά συνέπεια και η Γαλλία, δεν επρόκειτο να εμπλακούν σε πόλεμο με την Γερμανία εξαιτίας μιας χώρας το όνομα της οποίας, όπως αναφερόταν, η πλειονότητα των πολιτών τους δεν ήξερε ούτε να προφέρει!
Μετά την ολοκλήρωση της διάσκεψης και την υπογραφή του Συμφώνου ο Χίτλερ είχε μια νέα διμερή συνάντηση με τον Τσάμπερλεϊν. Οι δυο άνδρες υπέγραψαν μια κοινή διακοίνωση, η οποία επισφράγιζε την πρόθεσή τους να μην οδηγηθούν σε πόλεμο. Στο σχετικό γερμανο-βρετανικό ανακοινωθέν αναφέρονταν χαρακτηριστικά τα εξής: «Εμείς, ο γερμανός Φύρερ και καγκελάριος και ο βρετανός πρωθυπουργός, είχαμε σήμερα μια ακόμα συνάντηση και συναινέσαμε στο ότι οι αγγλο-γερμανικές σχέσεις αποτελούν ζήτημα πρωτίστης σημασίας και για τις δυο χώρες και για την Ευρώπη. Θεωρούμε το Σύμφωνο που υπογράψαμε χθες, όπως και την αγγλο-γερμανική συμφωνία για τον πολεμικό στόλο, ως σύμβολα της επιθυμίας των δυο εθνών μας να μην εμπλακούν σε έναν νέο πόλεμο, μαχόμενα το ένα εναντίον του άλλου».
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του περιεχομένου του Συμφώνου του Μονάχου συνήλθε για ένα τέταρτο η υπηρεσιακή τσεχοσλοβάκικη κυβέρνηση, η οποία, χωρίς ψηφοφορία, αποφάσισε να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του. Ο αρχηγός του τσεχοσλοβάκικου στρατού στρατηγός Λούντβικ Κρέϊτσι διέταξε την απόσυρση των τσεχοσλοβάκικων μονάδων από τις σουδητικές περιοχές, τις οποίες από την 1η Οκτωβρίου άρχισε να καταλαμβάνει σταδιακά ο γερμανικός στρατός. Οι τσεχοσλοβάκοι στρατιώτες αποσύρθηκαν χωρίς να ρίξουν ούτε μια ντουφεκιά, έτσι για την «τιμή των όπλων», παραδίδοντας στους ναζί άθικτα τα σύγχρονα οχυρά με τον οπλισμό τους.
Ο Τσάμπερλεϊν επιστρέφοντας στο Λονδίνο εμφανίστηκε στην πόρτα του αεροσκάφους κουνώντας θριαμβευτικά το χαρτί της διμερούς αγγλο-γερμανικής διακοίνωσης, βάσει της οποίας είχε, κατά την σθεναρή άποψή του, αποτραπεί ένας νέος πόλεμος. Δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί βγήκαν στους δρόμους για να τον επευφημήσουν κατά τη διάρκεια της διαδρομής του από το αεροδρόμιο προς τα βασιλικά ανάκτορα. Ο Τσάμπερλεϊν επιστρέφοντας στην Ντάουνινγκ Στρητ εμφανίστηκε στο παράθυρο της πρωθυπουργικής κατοικίας και χαιρετίζοντας σύντομα τους χιλιάδες συγκεντρωμένους Βρετανούς έδειξε άλλη μια φορά το κείμενο φωνάζοντας «Έντιμη ειρήνη! Ειρήνη για την εποχή μας». Δυο μέρες αργότερα, απευθυνόμενος αυτή τη φορά προς τους Τσέχους, εξέφρασε τη βεβαιότητά του πως «μια μέρα θα καταλάβουν ότι στόχος μας ήταν η σωτηρία τους και ένα ευτυχισμένο μέλλον». Αντίστοιχη θριαμβευτική υποδοχή επεφύλαξαν την ίδια ημέρα και οι Γάλλοι πολίτες στον πρωθυπουργό τους Νταλαντιέ. Αυτός όμως, πιο διορατικός, φέρεται να ψέλλισε «Οι ανόητοι, αν ήξεραν τι επευφημούν!»
Την ίδια περίοδο μικρόνοια και εθελοτυφλισμό δεν επέδειξαν μόνο οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας, αλλά και τα καθεστώτα της Πολωνίας και Ουγγαρίας. Οι αυταρχικοί ηγέτες της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης θεώρησαν πως βρήκαν την ευκαιρία να εκβιάσουν την «ξεπουπουλιασμένη» Τσεχοσλοβακία. Την 1η Οκτωβρίου του 1938, δηλαδή την ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα περνούσαν ανεμπόδιστα στη Σουδητία, η Πολωνία άρχισε να καταλαμβάνει την περιοχή του Τιέσιν, όπου ζούσε πολυάριθμη πολωνική μειονότητα. Τον Νοέμβριο του 1938 η Ουγγαρία ζήτησε και πέτυχε να της παραχωρηθούν εκτεταμένες περιοχές της Σλοβακίας καθώς και η περιοχή της Υπερκαρπαθίας. Έτσι η Τσεχοσλοβακία σε ένα δίμηνο απώλεσε, χωρίς να αντισταθεί, το ένα τρίτο των εδαφών της και του πληθυσμού της (έκταση 41.000 τετρ. χιλιομέτρων και 4,8 εκατομμύρια πληθυσμό).
Ο Φύρερ σεβάστηκε αυτό που είχε απομείνει από την πάλαι ποτέ κραταιά Τσεχοσλοβακία μόλις πεντέμισι μήνες. Στις 15 Μαρτίου 1939, το Βερολίνο αναγνώρισε την αποσχιστική σλοβακική κυβέρνηση του καθολικού ιερέα Γιόζεφ Τίσο, ενώ τα στρατεύματά του κατέλαβαν, χωρίς να αντιμετωπίσουν την παραμικρή αντίσταση, ό,τι είχε απομείνει από την Τσεχοσλοβακία, ιδρύοντας το Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας. Η χιτλερική Γερμανία με την προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας ενισχύθηκε τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, καθώς τεράστιος όγκος σύγχρονου στρατιωτικού υλικού και τεράστιες βιομηχανικές μονάδες πέρασαν υπό τον έλεγχό της. Επιπλέον, το ηθικό της είχε αναπτερωθεί, ενώ ο Χίτλερ αναδείχθηκε σε ίνδαλμα όλων των Γερμανών. Ο δρόμος της επέκτασης προς Ανατολή και Δύση είχε πια ανοίξει.
Μπορείτε να διαβάσετε όλο τό άρθρο: Κώστας Τσίβος: Μόναχο 1938. Η υπογραφή της συμφωνίας «ειρήνευσης» που οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – Clio Turbata