Του Μόντη Κολίλα*

Ήταν πριν ένα μήνα, στα τέλη Ιουνίου, όταν λαθρομετανάστες έπαιρναν τον λόγο στο Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων και απαιτούσαν να τους παρασχεθούν σπίτια, περίθαλψη, ασφάλεια και λεφτά.

Ήρθαν απρόσκλητοι στην χώρα μας και μπήκαν παράνομα για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα ως κανονικοί εισβολείς, εκφράζοντας απαιτήσεις από τον μεγαλύτερο Δήμο, αυτόν της πρωτεύουσας, σαν να τους χρωστάει.

Σήμερα, τέλη Ιουλίου, μαθαίνουμε ότι ο Δήμος Αθηναίων σχεδιάζει την δημιουργία δομής για την στέγαση των μεταναστών που μεταφέρονται από τα νησιά!

Για αυτόν τον σκοπό μάλιστα υπάρχει και εντεταλμένη δημοτική σύμβουλος Υποστήριξης και Κοινωνικής Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων…

Όλα αυτά φυσικά δεν θα γινόντουσαν αν δεν υπήρχε το παρακράτος των ΜΚΟ που έχει καταργήσει τους θεμελιώδεις νόμους μίας ευνομούμενης πολιτείας.

Δεν ξέρω αν υπάρχει σε άλλη χώρα αυτό το παράδειγμα ρατσισμού και μίσους προς την ίδια σου την φυλή!

Όταν ήρθαμε εμείς οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου δειλά δειλά από το 1990 στην μητροπολιτική Ελλάδα, δεν τύχαμε της ευαισθησίας που απολαμβάνουν οι σημερινοί μετανάστες εισβολείς. Δεν υπήρχε για εμάς καμία μέριμνα και περίθαλψη από κανέναν Δήμο, από καμία ΜΚΟ…

Σχεδόν όλοι όσοι ήρθαμε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, «μετακομίσαμε» από το καλοκαίρι του 1990 και για έξι μήνες στα Τίρανα, έως ότου καταφέρουμε να πάρουμε την πολυπόθητη βίζα από την εκεί ελληνική πρεσβεία ώστε να έρθουμε νόμιμα στη μητέρα – πατρίδα.

Την μητέρα – πατρίδα για την οποία ακούγαμε κρυφά από τους γονείς μας, την βλέπαμε με αγωνία και λαχτάρα από την τηλεόραση, την ακούγαμε από το ραδιόφωνο και κλαίγαμε γι’ αυτήν. Και όλα αυτά με κίνδυνο για την ασφάλεια και την ζωή μας, αφού είχαμε τους ρουφιάνους της αλβανικής κρατικής ασφάλειας μέρα νύχτα έξω από τα παράθυρα μας.

Ήρθαμε στην Ελλάδα λοιπόν πριν 30 χρόνια και φτιάξαμε τις ζωές μας από το μηδέν, δουλεύοντας δύο και τρεις δουλειές, χωρίς να μας δώσει κανένα κράτος, κανένας Δήμος, καμία «οργάνωση» σαν τις σημερινές ΜΚΟ, επιδόματα και σπίτια με όλες τις ανέσεις.

Βεβαίως δεν ξεχνούμε και ευγνωμονούμε θερμά τους ιδιώτες που μας υποδέχθηκαν με ανοικτές αγκάλες, για αυτά που μας πρόσφεραν από το υστέρημα της τσέπης τους αλλά και το περίσσευμα της καρδιάς τους, όπως και την εκκλησία που βοήθησε στην αρχή αρκετούς από εμάς.

Όμως σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με όλη αυτή την οργανωμένη υπερευαισθησία που υπάρχει σήμερα για τους παρανόμως εισελθόντες ισλαμιστές, που κουβαλούν μαζί και μωρά, ως απαραίτητα εργαλεία συναισθηματικού εκβιασμού.

Κάποτε δόθηκαν από το ελληνικό κράτος στους ηλικιωμένους μας επιδόματα των 350 ευρώ, με τα οποία μπορούσαν να κρατούσουν ζωντανά τα χωριά μας, ώστε να πηγαίνουμε και να βλέπουμε όρθια τα σπίτια που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε.

Η ελληνική πολιτεία μιλούσε μεν για εμάς κάποιες φορές αλλά έκανε πως δεν καταλάβαινε την πραγματικότητα.

Έτσι τα επιδόματα αυτά καταργήθηκαν και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, δεν μας αναγνωρίζουν δικαίωμα να πάρουμε εθνική σύνταξη επειδή δεν έχουμε συμπληρωμένα 40 χρόνια διαμονής στην Ελλάδα. Τόσο εύκολα «ξεχάσαν» οι ιθύνοντες των Αθηνών ότι μέχρι το 1990 τα σύνορα ήταν ερμητικά κλειστά με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και μας έλεγαν από την αλβανική πλευρά «θα δείτε την Ελλάδα όταν δείτε το αυτί σας»!

Κάποιοι επαγγελματίες αντιρατσιστές έχουν βήμα σε όλα τα μέσα και μας μιλάνε συνέχεια περί «καταπολέμησης του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας».

Τον πραγματικό ρατσισμό και την πραγματική μισαλλοδοξία τα βιώσαμε και τα βιώνουμε εμείς οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου και από τις δύο πλευρές των συνόρων.

Στην Αλβανία ήμασταν πάντα οι «βρωμοέλληνες», κάτι που επιβεβαιώνεται και από την παρότρυνση της αλβανίδας υφυπουργού τουρισμού πριν λίγες μέρες να γίνεται μποϊκοτάζ σε όσα καταστήματα στην Β. Ήπειρο μιλάν οι εργαζόμενοι στα ελληνικά.

Από την άλλη, όπως οι Μικρασιάτες που σφαγιάστηκαν και ξεριζώθηκαν αλλά στην μητροπολιτική Ελλάδα τους υποδέχτηκαν ως «τουρκόσπορους», έτσι και εμείς για πολλούς εδώ είμαστε ακόμα οι «Αλβανοί».

Και ας δώσαμε στην πατρίδα τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες, ας δώσαμε ήρωες και ολυμπιονίκες.

Και ας χάσαμε από τον αλβανικό σωβινισμό έναν Αριστοτέλη Γκούμα και έναν Κωνσταντίνο Κατσίφα.
Τώρα οι γέροντες μας χάνουν και τα λίγα που δικαιούνται.

Αλλά φαίνεται λεφτά υπάρχουν για όσους εισβάλλουν και εποικίζουν αυτή την χώρα και όχι για αυτούς που φυλάττουν Θερμοπύλες.

Ολοκληρώνω, επιστρέφοντας εκεί που άρχισα, στο Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων και την δημοτική αρχή, στην οποία πριν λίγους μήνες απευθύναμε μία ερώτηση για την τύχη του πολύπαθου αγάλματος της επίσης πολύπαθης Βορείου Ηπείρου.

Όχι μόνο δεν έχουμε πάρει ακόμα καμία απάντηση, αντίθετα είδαμε να δίνουν το λόγο σε αλλοεθνείς και αλλόθρησκους που εισέβαλλαν στην Ελλάδα για να απαιτούν – και τελικά να τους αποδίδονται – αγαθά για τα οποία εμείς χύσαμε πολύ ιδρώτα.

Τέλος, δεν πειράζει που η Τουρκία – που μας στέλνει τους ισλαμιστές εποίκους – έκανε τζαμί την Αγιά Σοφιά, εδώ προχωράει κανονικά το τέμενος στον Βοτανικό!

Το «σφάξε με αγά μου να αγιάσω», φαίνεται ότι δεν ξεριζώνεται ποτέ από το DNA του κοτζαμπασικού πολιτικού συστήματος…

Δεν ζητάμε καμία χάρη, απλά περιμένουμε τουλάχιστον από κράτος και τοπική αυτοδιοίκηση να σταματήσουν να μας προκαλούν, να μας κοροϊδεύουν και να μας προσβάλλουν με τις περίεργες «ευαισθησίες» και προτεραιότητες τους…

*Ο Μόντης Κολίλας κατάγεται από την Χιμάρα και είναι αντιπρόεδρος της Κίνησης για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου

ΠΗΓΗ: Northernepirusmovement

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *